«Πες μου πως είναι η Σαλόνικα;» μου είπε με ενθουσιασμό αλλά και με ένα τόνο ζήλιας στην φωνή της.

«Κάτσε ρε κοπελιά ακόμα δεν έφτασα. Ως τώρα όσα είδα είναι πολύ όμορφα. Από αύριο που θα κάνω ξεναγήσεις με τον εαυτό μου θα σου πω πως είναι.»

«Πάντως καλά το έκανες. Αλλά ξέρεις δεν θα έρθεις με άδεια χέρια από την Θεσσαλονίκη. Θα φέρεις και τρίγωνα πανοράματος .»

«Το τι θα φέρω θα φέρω αλλά μην νομίζεις ότι εσύ πρώτα δεν θα κεράσεις σουβλάκια.»

«μμμ, αστεία! Λοιπόν κορίτσι μόλις έρθεις θέλω να μου πεις με κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τον τρόπο ζωής της Θεσσαλονίκης. Σίγουρα θα έχει και πολύ όμορφα αγόρια εκεί.»

«Ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι, αυτό το ταξίδι αναψυχής εδώ θα μου προσφέρει πολλές και απρόσμενες εκπλήξεις.»

«Τι θες να πεις με αυτό;»

«Πιστεύεις στο ένστικτο;»

«Όχι πάντα. Αλλά εσύ μου απέδειξες ότι αν το δικό σου ένστικτο βγαίνει είτε σε καλό είτε σε κακό.»

«Αυτό ακριβώς... αλλά αυτή την φορά, νιώθω ότι θα γίνει κάτι καλό. Κάτι το οποίο, θα αλλάξει την ψυχολογία μου.»

«Περιμένω νέα σου πολύ σύντομα τότε. Φιλάκια σου»

Κλείσαμε. Αφού έβγαλα τα πράγματα μου από την βαλίτσα μπήκα στο μπάνιο και έμεινα με τις ώρες μέσα στην μπανιέρα με το ζεστό νερό για να χαλαρώσω. Όταν βγήκα από το μπάνιο μου, έκατσα στο κρεβάτι μου έβαλα από το μίνι μπαρ ένα ποτό, άνοιξα τους χάρτες της πόλης αυτής και προγραμμάτιζα την ξενάγηση μου στα όμορφα μέρη της που ήθελα να επισκέπτω. Μετά σκέφτηκα ότι, γιατί να προγραμματίσω την ξενάγηση μου; Όχι. Θα πήγαινα όπου θα με έβγαζε ο δρόμος. Και με αυτές τις σκέψεις βράδυ πια, αποκοιμήθηκα σε έναν ήρεμο ύπνο χωρίς εφιάλτες.

Το πρωί ξύπνησα από τις ακτίνες του ήλιου που πέρασαν από την κόκκινη κουρτίνα. Τελικά ο καιρός με αντάμειψε με τον καλύτερο τρόπο, σηκώθηκα και παρήγγειλα από την ρεσεψιόν καφέ και ετοιμάστηκα να πάω την βόλτα μου. Σήμερα θα πάω όπου με βγάλει ο δρόμος. Α! θα σταματούσα και σε ένα σούπερ μάρκετ γιατί είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου σαμπουάν και αφρόλουτρο. Τα μικρά μπουκαλάκια που έδιναν δήγμα τα ξενοδοχεία δεν έφταναν ούτε για το πρώτο λούσιμο. Ήπια τον καφέ μου και αναχώρησα για την βόλτα μου.

Περπάτησα στον Θερμαϊκό, μπήκα ανάμεσα στα σοκάκια και στα μέρη που έχει η Θεσσαλονίκη. Έβγαζα και ξανά έβγαζα πολλές φωτογραφίες. Περπατούσα μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή κουράστηκα και έκατσα να ξαποστάσω σε μια καφετέρια κοντά στο ξενοδοχείο όπου έμενα. Παράγγειλα τον καφέ μου, θα καθόμουν λίγο και μετά θα πήγαινα στο σούπερ μάρκετ. Έβγαλα το βιβλίο μου και διάβαζα και ταυτόχρονα σήκωνα το βλέμμα μου και κοιτούσα την θάλασσα, τον κόσμο. Το πως μιλούσαν το πώς έτρεχε ο καθένας να προλάβει τις δουλειές τους. Τουρίστες παντού να βγάζουν φωτογραφίες τον Πύργο. Αυτός ο Πύργος. Μεγάλη ιστορία. Είναι το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης. Και όχι μονό αυτό αλλά και πολλά άλλα μέρη.

Καθώς κοίταξα το ρολόι μου είδα ότι πήγε 4 το μεσημέρι. Έπρεπε να πάω στο σούπερ μάρκετ. Πλήρωσα και αναχώρησα για το κοντινότερο σουπερ μάρκετ το οποίο δεν ήταν αρκετά κοντά από όσο νόμιζα αλλά τελικά το βρήκα. Μπήκα μέσα και άρχιζα να χαζεύω τα προϊόντα και τις τιμές τους. Ως μάγειρας που ήμουν έπρεπε να ξεχωρίζω τα φρέσκα και τα καλά προϊόντα και την ποιότητα τους και τα σύγκρινα με τις τιμές τους. Κάποια ήταν αρκετά ακριβά για την ποιότητα που είχαν και κάποια άλλα πολύ φθηνά. Σχετικά μέτριες προς καλές τιμές. Αφηρημένη που ήμουν έπεσα καταλάθος πάνω σε έναν νεαρό. Γύρισα και τον κοίταξα. Μα πολύ γνωστή φυσιογνωμία.

«Συγνώμη είχα αφαιρεθεί και δεν σας είδα.... Μα για μισό λεπτό, Στέλιο;» τον είδα να σκέφτεται για λίγο μέχρι που η έκφραση του προσώπου του έδειξε ότι με γνώρισε.

«Μυρτώ; Τι έκπληξη είναι αυτή; Εσύ εδώ;» φιληθήκαμε σταυρωτά.

«Ναι εδώ...»

«Τι σε φέρνει στην Θεσσαλονίκη;»

«Ταξίδι αναψυχής. Εσύ από τι θυμάμαι σπουδάζεις ακόμα εδώ ε; Σε ποιο έτος είσαι;»

«τρίτο.»

«Θεολογία ε;»

«Ναι.»

«Α υπέροχα μπράβο. Έβλεπα συχνά τον πατέρα σου στο σπίτι μου αλλά εσένα δεν σε έβλεπα και αναρωτιόμουν που ήσουν.»

«Δεν κατέβηκα αυτό τον καιρό κάτω γιατί είχα κάποιες εκκρεμότητες εδώ πάνω και δεν μπορούσα να κατέβω. Θα κατέβω όμως τα Χριστούγεννα.»

«Μμ, καταλαβαίνω ελπίζω να είναι όλα καλά και να μη έχεις προβλήματα με την σχολή σου.»

«Όχι όλα καλά σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου.» μου χαμογέλασε.

«Λοιπόν καιρός να πηγαίνω μην σε απασχολώ από τις δουλειές σου. Ελπίζω να τα ξανά πούμε.» του είπα.

«Ναι φυσικά και αν θες μπορούμε να πάμε για καφέ. Που μένεις;»

«Στο μεγάλο ξενοδοχείο στην Παραλιακή.»

«Ξέρω ποιο λες. Θα το έχω στα υπόψη μου. Σου εύχομαι καλή συνέχεια.»

«Και σε σένα.» μου έδωσε το χέρι του και εγώ το δικό μου και τότε παρατήρησα ότι, την τελευταία φορά που τον είχα δει είχε γίνει πολύ εμφανίσιμος και αρκετά θα έλεγα... όμορφος.

Τότε, ένιωσα ξανά αυτό το σκίρτημα που ένιωσα τότε όταν το είχα δει για πρώτη φορά. Αυτή ήταν η σπίθα για να πάρει πάλι φωτιά η πληγωμένη μου καρδιά; 

ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣWhere stories live. Discover now