Μυστικά και ιστορίες

Comenzar desde el principio
                                    

Πού ήταν το γεμάτο ζωή αγόρι που ήξερα; Ποιος ήταν αυτός που είχε κλέψει τη θέση του;

«Σε πείραξε;», ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε μόλις με πήρε στην αγκαλιά του, αναφερόμενος στον Μάνο. «Τρόμαξα με το μήνυμα που μου έστειλες το πρωί», μου εκμυστηρεύθηκε ψιθυριστά.

«Όχι», υπερασπίστηκα αμέσως τον ψηλό νεαρό που μας κοιτούσε από απόσταση, φυσώντας καπνό από τα χείλη του. Ένιωσα τα μάτια του να με ηλεκτρίζουν. «Με προσέχει πολύ. Απλά ήθελα να σε δω». Του άφησα ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο.

«Αν το έκανε, δεν θα έβγαινε ζωντανός από εδώ μέσα», γρύλισε. Του χαμογέλασα, εκτιμώντας την μάταιη προσπάθειά του να φανεί δυνατός, να με κάνει να νιώσω ασφαλής.

«Νεφ, δεν θα αντέξω, αν μου πάθεις κάτι. Δεν μπορώ να σε χάσω κι εσένα. Είσαι το μόνο που μου έχει απομείνει. Που μου υπενθυμίζει ότι δεν είμαι νεκρός. Και τώρα που είσαι εδώ... Σ' ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου. Που δεν με εγκατέλειψες. Ούτε εγώ δεν με αντέχω πια», αστειεύτηκε με πικρία και άφησε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου.

Εγώ τον έσφιξα περισσότερο πάνω μου. Δεν ήξερα καλύτερο τρόπο να τον παρηγορήσω. «Αφού κι εγώ, μόνο εσένα έχω. Σ' αγαπάω. Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;», του χαμογέλασα.

Είδα τα μάτια του να βουρκώνουν φευγαλέα. Δύο φουρτουνιασμένες θάλασσες, καθρέφτες των δικών μου. Μου χαμογέλασε αδύναμα, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουσε. Σαν να είχε ανάγκη να ακούσει ότι υπάρχει κάποιος που τον αγαπά. «Και συγγνώμη που έγινα η αιτία να πάρουν τον παππού. Ξέρω πόσα σήμαινε για 'σένα», απολογήθηκε.

Ακούμπησα το δάχτυλό μου στα χείλη του. «Σου είπα να μην το ξαναπείς ποτέ αυτό. Σε έψαχνα τόσο καιρό, Αλέξη. Και τώρα που σε βρήκα... Δεν μπορείς να καταλάβεις τι ανακούφιση νιώθω. Μου είχε λείψει ο μεγάλος μου αδερφός».

Ένας λυγμός ξέφυγε από τον λαιμό του. «Κι εμένα μου έλειψες, Νεφ. Πριν έρθεις ένιωθα μόνος. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, στ' ορκίζομαι...» Προσπάθησα να αγνοήσω το νόημα που έκρυβαν τα τελευταία λόγια του, αν και, τώρα πια, το ήξερα. Ο Αλέξης δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος μετά τον θάνατο τον γονιών μας.

«Ξέρω για τον Δράκοντα και τον Φοίνικα, Αλέξη», του εκμυστηρεύθηκα ψιθυριστά.

«Εκείνος στο είπε;», με ρώτησε στον ίδιο τόνο, αλλά χωρίς να κρύβει την έντασή του. Το βλέμμα του στράφηκε αγριεμένο στο μέρος του Μάνου, που είχε γείρει ελαφρά και μιλούσε με τον Μπόκα. «Θα τον σκοτώσω! Ξέρεις σε τι κίνδυνο σε έβαλε;»

Οι χορδές της νύχταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora