Μυστικά και ιστορίες

302 33 30
                                    

Λίγες ώρες αργότερα βρισκόμασταν στο διαμέρισμα της Μαντώς. Στον δρόμο δεν ήρθαμε αντιμέτωποι με τίποτα απρόοπτο. Ίσως με θεωρήσετε παρανοϊκή, αλλά, μέχρι να φτάσουμε στην πολυκατοικία της, κοιτούσα συνεχώς πίσω μου, έχοντας μία ενοχλητική αίσθηση ότι κάποιος μας παρακολουθούσε.

Ακολουθήσαμε έναν δρόμο κατά μήκος της παραλίας. Ο Μάνος μου είχε πει ότι ήθελε να μου δείξει και εκείνη την πλευρά της Αθήνας. Εκείνη που μύριζε ακόμη καθαρό αέρα και αλμύρα. Αν και οι περισσότεροι έλειπαν σε διακοπές στα νησιά, μπορούσα να διακρίνω εδώ κι εκεί μικρά κεφάλια κολυμβητών να επιπλέουν.

Εκείνος, φυσικά, με διαβεβαίωσε πως οι παραλίες της Αθήνας δεν συγκρίνονταν με τις χρυσαφένιες αμμουδιές και τα γαλαζοπράσινα νερά της Κρήτης.

Πάνω στο μηχανάκι δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, για να το εξακριβώσω, ωστόσο στη φωνή του αισθάνθηκα περηφάνια και νοσταλγία. Ήταν προφανές ότι του έλειπε το νησί του. Ένας Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, σκέφτηκα. Ίσως αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει για λόγους που δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ. Εγώ, όμως, σαν την πριγκίπισσα Ναυσικά, ήμουν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να τον ακούσω να μου αφηγείται επί ώρες την ιστορία του.

Πάνω στο μηχανάκι φυσούσε ένα αναζωογονητικό αεράκι, που πάλευε αδύναμα ενάντια στον καύσωνα του Αυγούστου και μετέφερε στα ρουθούνια μου το ζαλιστικό και, πλέον, οικείο άρωμα του άφτερ-σέιβ.

Ήθελα πολύ να γείρω πάνω του. Να τυλίξω τα χέρια μου γύρω του και να τον αφήσω να με ταξιδέψει όπου ήθελε εκείνος. Παρ' όλα αυτά, τα δάχτυλά μου δεν άφησαν στιγμή τα πλαϊνά της μηχανής του.

Στο διαμέρισμα μας περίμενε όλη η παρέα του Αλέξη. Ο Φοίβος, η Μαντώ, οι δίδυμοι Μπολάτζι και εκείνος ο μελαχρινός νεαρός με το ντροπαλό βλέμμα, ο Στέφανος, ο οποίος είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο την ημέρα που τραυματίστηκε ο αδερφός μου.

Τους χαιρέτησα όλους, κάπως αμήχανα, αλλά έτρεξα κατευθείαν και χώθηκα στην αγκαλιά του Αλέξη. Τον είχα ανάγκη. Μόλις τότε άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο μου έλειπε όλον τον καιρό που ζούσαμε χωριστά. Εξάλλου, ήταν ο μεγάλος μου αδερφός. Κανείς δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τη θέση που είχε στην καρδιά μου.

Έδειχνε ήδη καλύτερα, από όσο μπορούσα, τουλάχιστον, να καταλάβω. Με διαβεβαίωσε ότι οι πληγές του είχαν κλείσει εντελώς, ενώ μπορούσε, πλέον, να σηκωθεί όρθιος και να περπατήσει χωρίς να πονάει σε κάθε του βήμα. Παρατήρησα για πρώτη φορά, όμως, με φρίκη, ότι είχε αδυνατίσει απελπιστικά πολύ μέσα σε έναν χρόνο. Τα κόκαλα του προσώπου του έμοιαζαν να θέλουν να σκίσουν το δέρμα του και οι αρθρώσεις του διαγράφονταν πιο έντονα από ποτέ. Παρά τα φαρδιά ρούχα που φορούσε, ο κορμός και τα πόδια του φαίνονταν τόσο αδύνατα, που έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν από στιγμή σε στιγμή. Μια θολούρα αλλοίωνε το άλλοτε κρυστάλλινο γαλάζιο των ματιών του. Ο αδερφός μου φαινόταν άρρωστος, αδύναμος.

Οι χορδές της νύχταςWhere stories live. Discover now