ᴘᴇʀғᴇᴄᴛ sᴛʀᴀɴɢᴇʀs

En başından başla
                                    

"Όχι δεν ήσουνα η μόνη..." χαμογελάω στον εαυτό μου και αρχίζω να διηγούμαι το χθεσινό βράδυ.

[...]

Χτες το βράδυ

"Όχι, όχι, δε θέλω να φύγουμε! Μία ακόμη φορά στο καρουζέλ μαμά, σε παρακαλώ σε παρακαλώ πάρα πολύ" το παιδάκι τραβάει απεγνωσμένα τη μακριά φούστα της μαμάς του και χτυπάει το πόδι του επίμονα στο έδαφος.

"Μία φορά και τέλος όμως! Ο μπαμπάς πρέπει να ξυπνήσει νωρίς αύριο το πρωί" η μαμά του κοριτσιού ξεφυσάει και πάει να βγάλει εισιτήρια στον μικρό θάλαμο, μερικά μέτρα μακριά τους.

"Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί αρέσει τόσο πολύ το καρουζέλ στα παιδάκια" ανασηκώνω τους ώμους μου και χαζεύω το φωτισμένο με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου καρουζέλ. Είναι γεμάτο από παιδάκια, τα οποία φαίνονται να το απολαμβάνουν ιδιαιτέρως, αν κρίνει κανείς από το πόσο λάμπουν τα αξιολάτρευτα ματάκια τους.

"Γιατί εσένα δε σου άρεσε;" ο Τεό γυρνάει παραξενεμένος για να με κοιτάξει πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι τόσο όμορφος χωρίς καν να προσπαθεί. Έβαλε ότι πιο απλό είχε στην ντουλάπα του, μία τζιν βερμούδα και μία άσπρη μπλούζα που φανερώνει το γυμνασμένο του στήθος, και ήρθε. Τα μαλλιά του δεν χρειάζονται κάποια ιδιαίτερη περιποίηση αφού είναι ίσια και κοντά κουρεμένα.

"Επειδή το "μισώ" είναι βαριά κουβέντα, θα πω ότι το αντιπαθώ σε πολύ μεγάλο βαθμό" ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα κάνοντας τον να αποκαλύψει τα δόντια του χαμογελώντας.

"Έλα τώρα! Πώς μπορείς να το αντιπαθήσεις; Δεν έχει τίποτα κακό πάνω του" δείχνει και με τα δύο του χέρια το καρουζέλ και γελάει με τον εκνευρισμό που είναι φανερός στο πρόσωπό μου.

"Πώς δεν έχει; Την πρώτη φορά που μπήκα, και ήμουν περίπου τεσσάρων χρονών, ήταν όλα τα αλογάκια πιασμένα και αναγκάστηκα να μπω σε ένα καλάθι. Ενώ ήμουν χαλαρή και απολάμβανα την βόλτα μου, έρχεται ένας τύπος και άρχισε να το γυρίζει με τέτοια μανία, λες και δεν υπήρχε αύριο! Πώς αφήνουν κάτι τέτοιους να δουλεύουν σε πάρκο με παιδάκια; Άμα ήθελα να μη μπορώ να περπατήσω μετά από το πόσο ζαλιζόμουν, θα έμπαινα στο τρενάκι!" κάνω έντονες κινήσεις με τα χέρια μου, ενώ η φωνή μου είχε υψωθεί αθελά μου εξαιτίας αυτής της ανάμνησης.

"Είσαι χαριτωμένη όταν νευριάζεις, το ξέρεις;" εκείνος έρχεται κοντά μου και σκίβοντας ελαφρώς, με σκουντάει με τον ώμο του. Με ένα χαμόγελο να υπάρχει ακόμη στα χείλη του δεν παίρνει τα καθηλωτικά πράσινα μάτια του από πάνω μου.

Savagely Yours ~Υπό Διόρθωση~Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin