22 Ιουνίου 11:30 πμ

Ξ

ες μωρέ τα βασικά, η Ευτυχία αργεί να ξυπνήσει και όχι μόνο (κλες) και ακόμα και αν είχε πάει έντεκα. Ωστόσο, ξύπνησε λίγο πριν και τις και μισή, όμως κάτι τρελό συνέβη. Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ήταν λες και δεν μπορούσε να κουνήσει το σώμα της. Σαν να μην δίνει η ίδια εντολές στο σώμα αλλά κάποιος άλλος το είχε προγραμματίσει να ακούει συγκεκριμένες εντολές, και για κακή της τύχη (karma is a bitch style) μέσα σε αυτές δεν ήταν να υπακούει το σώμα στον νου.

Προσπάθησε αρκετές φορές να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε μέχρι ο μεγάλος δείχτης να πάει στο έξι, πήρε το κινητό της και έβαλε λίγη μουσική να ξεχαστεί. Χόρεψε με την ψυχή της ώστε να μην θυμάται πως ακόμα και το ξύπνημα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Έβαλε ένα δυνατό κομμάτι και άνοιξε τα παράθυρα του δωματίου της.Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αυτή την φορά, είδε μια περίεργη λάμψη, έτσι όχι μόνο θυμήθηκε ότι αυτή την μέρα την ζει κάθε μέρα πλέον, όχι μόνο θυμήθηκε όλες τις λεπτομέρειες κάθε 22 Ιουνίου αλλά και ότι αυτό το γυάλινο πράγμα είναι εξωπραγματικό. Γιατί συνέχεια κοιτάξει τον καθρέφτη και θυμάται;

Και γιατί τώρα έχει αυτή την περίεργη λάμψη;

Θυμήθηκε την μέρα που ο πατέρας της της αγόρασε αυτόν τον καθρέφτη με τα ασημένιες λεπτομέρειες που τον έκαναν ακόμα πιο γοητευτικό στα εφηβικά της μάτια. Ήταν τα γενέθλια της, έκλεινε τα δεκατέσσερα και ήθελε πλέον να προσέχει ακόμα πιο πολύ τον εαυτό της, και ο τρόπος που φαινόταν στο μυαλό της εκεί την στιγμή ο πιο αποτελεσματικός ήταν να πάρει έναν καθρέφτη και να τον τοποθετήσει ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της.

Το πήρε από ένα μαγαζί στην γειτονιά που τώρα είναι κλειστό. Είχε πάει με πολλή γκρίνια γιατί ήθελε κάποιο fancy μαγαζί και να πάει με την μαμά της όχι με τον πατέρα της σε ένα μαγαζί της κακιάς ώρας στην γειτονιά της. Βέβαια, εκείνη η μέρα κατέληξε από τις καλύτερες μέρες της ζωής της και είχε σπάσει πλάκα με τον μαγαζάτορα ότι ντε και καλά αυτός ο καθρέφτης θα ήταν ό,τι πολυτιμότερο θα είχε στην ιδιοκτησία της, και ας έκανε μόνο είκοσι ευρώ.

Άφησε τον καθρέφτη στην ησυχία του και πήγε στην κουζίνα να φάει κάτι. Φυσικά και ήταν μόνη στο σπίτι και φυσικά και δεν ήξερε τι να φάει. Η σκέψη ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία μέρα που ο Αργύρης θα υπήρχε στην γη και μαζί του θα έπαιρνε και την Ήβη άλλαξε την διάθεση της για φαγητό και της προκάλεσε αναγούλα. Βέβαια, μεταξύ μας, δεν ήταν η τελευταία μέρα γιατί επρόκειτο να ζήσει τόσες άλλες φορές την εικοστή δεύτερη μέρα του Ιουνίου, και το ήξερε. Μάλλον δεν το υπολόγισε, ίσως να είχε ελπίδες ότι θα σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος.

Το κινητό της όμως δεν της επέτρεψε να κάνει άλλη κίνηση καθώς έκανε τον πιο ενοχλητικό θόρυβο και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να σταματήσει. "Τι θες;" Τον ρωτάει ενοχλημένη, όμως δεν το ήθελε, ήθελε να του κάνει ερωτική εξομολόγηση, για δεύτερη φορά. Ήτανε το απαίσιο συναίσθημα ότι δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της. "Ήθελα απλώς να σου ευχηθώ καλή επιτυχία για το ραντεβού σου σήμερα, έμαθα ότι θα βγεις με τον Σάκη". Της λέει με έναν ειρωνικό ύφος συνεχίζοντας το πρόγραμμα μας κανονικά δίχως καμία διακοπή για έκτακτες ειδήσεις.

"Δεν θα την χρειαστώ". Απάντησε χωρίς να πει ότι ο Σάκης ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, γιατί πολύ απλά δεν ήταν και το ήξερε πλέον πολύ καλά  "Ηρέμησε, Ευτυχία, δεν είναι ο Ρουβάς". Της απαντάει ειρωνικά και το κλείνει χωρίς άλλη λέξη.

Όμως εκείνη δεν είπε τίποτα καλό για τον Σάκη.

Η Ευτυχία έριξε το κινητό της στο κρεβάτι και η ματιά της έπιασε τον παράξενο καθρέφτη. Τον πλησίασε και τον ακούμπησε απαλά και τότε μεταφέρθηκε σε άλλο τόπο, ήταν πλέον βράδυ και βρισκόταν απέξω από ένα μαγαζί με εκκωφαντική τρας μουσική που δεν ήταν για τα γούστα της.

Μα τι στον διάολο;

Λίγο πριν το αντίοWhere stories live. Discover now