ᴄʜᴀᴘᴛᴇʀ ᴏɴᴇ

87 13 20
                                    

EDUARDO

«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί!» φώναξε η μητέρα μου εκνευρισμένη πετώντας μια εφημερίδα στην τεράστια τραπεζαρία. Τι έπαθε παλι; Ή μάλλον τι έκανα πάλι;

«Τι είναι πάλι μητέρα;» την ρώτησα ειρωνικά και μου έκανε νόημα να κοιτάξω την εφημερίδα. Την πήρα στα χέρια μου και είδα το θέμα που την έκαιγε τόσο. Υπήρχε μια φωτογραφία μου μαζι με μια τύπισσα στις τουαλέτες ενώς μπαρ. Ούτε που το θυμάμαι. Είμαι χωρίς μπλούζα και το ίδιο και η κοπέλα.

Την πέταξα στο τραπέζι εκνευρισμένος χωρίς να πω τίποτα. Έχω κουραστεί με όλα αυτά. Όπου και να παω με ακολουθούν οι γαμωπαπαράτσι. Ούτε για ένα ποτό σαν κανονικός άνθρωπος δεν μπορώ να βγω χωρίς να με ακολουθούν.

«Δεν θέλω να συχνάζεις σε τέτοια αισχρά μέρη και να στριμωχνεσαι στις τουαλέτες με την κάθε τσουλίτσα. Επίσης θα ήθελα να γυρνάς πιο νωρίς σπίτι σου!» απαίτησε. «Μου είπε ο Τζον ότι γύρισες το πρωί!» συνέχισε αναφερόμενη στον σοφέρ μας.

«Δεν με κλειδώνεις μέσα στο σπίτι να τελειώνουμε;» την ρώτησα ειρωνικά και μου έβαλα ένα ποτήρι ουίσκι. Ήταν μεσημέρι ακόμα βέβαια αλλά το χρειάζομουν.

«Θα το σκεφτώ πολύ σοβαρά! Και σταμάτα να πίνεις! Το έχεις παρακάνει με το ποτό! Θα καταντήσεις αλκοολικός!» ύψωσε την φωνή της και μου πήρε το ποτό απ'τα χέρια.
«Το βράδυ να είσαι σπίτι, θα έρθει η Βερόνικα με την μητέρα της! Σε παρακαλώ να φερθείς σαν κύριος και να μην πιείς!» συνέχισε να λέει τα δικά της και στριφογύρισα τα μάτια μου.

Εκείνη την στιγμή μας διέκοψε ο πατέρας μου μπαίνοντας στο σαλόνι. Ο μόνος φυσιολογικός άνθρωπος σε αυτο το σπίτι και ο μόνος που δεν με πρίζει συνέχεια.

«Τι συμβαίνει; Γιατί φωνάζεται;» ρώτησε ρίχνοντας το βλέμμα του πάνω μας.

«Τον γιό σου ρώτησε!» είπε η μητέρα μου και εκείνος με κοίταξε περιμένοντας να μιλήσω.

«Ρε άντε παρατήστε με όλοι!» ξέσπασα και βγήκα από το σαλόνι. Άκουγα τη μάνα μου να μου λέει να μην φύγω και τέτοια αλλα την αγνόησα. Άντε γιατί πολλά μας τα έχει κάνει.

Πρέπει να πάω μια βόλτα, δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα. Βγαίνοντας έξω είδα τον σοφέρ μας να στέκεται δίπλα στο αυτοκίνητο μου με το κλειδί μου στο χέρι του. Τι νομίζει ότι κάνει ρε;

«Που να σας πάω κύριε Εδουάρδο;» με ρώτησε ο ξινός ειρωνικά μόλις πλησίασα. Δεν με συμπαθεί καθόλου. Ούτε εγώ άλλωστε. Έχω πει στην μανα μου να τον απολύσει γιατί μου σπάει τα νεύρα αλλά εκείνη τον έχει χρόνια στη δούλεψή της και τον αγαπάει πολύ. Επίσης είναι ο μόνος που συμπαθεί από το προσωπικό.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Apr 07, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Για την καρδιά ενός πρίγκιπα Where stories live. Discover now