3

187 14 1
                                    

Γύρισε και την κοίταξε. Κατέβασε το κεφάλι και πήγε να φύγει. Φώναξε και τότε γύρισε. "Γιατί ήρθες;" "Η τρελή η φίλη σου με έστειλε". Ήταν σίγουρη πως κάπως θα αντιδρούσε. Το είχε ξανακάνει πριν πολλά χρόνια άλλωστε.

Πήγε κοντά της και έπιασε το χέρι της. Την τράβηξε προς το αυτοκίνητο και την έβαλε να κάτσει χωρίς να πει κάτι. Αγνόησε τον δυνατό πόνο στο στήθος της. Έπιασε την κοιλιά της και περίμενε υπομονετικά να δει που πήγαιναν. "Τι σου είπε;" το αγόρι γύρισε το κεφάλι του στιγμιαία. Επέστρεψε το βλέμμα του στον δρόμο και απάντησε. "Ποιανού είναι;" "Είσαι ο μόνος. Δικό σου..." σταμάτησε το αμάξι στην άκρη και βγήκε έξω. Το ίδιο έκανε και εκείνη. Έσκυψε και πήρε ένα κλειδί που υπήρχε κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας. Την άνοιξε και μπήκαν μέσα.

"Δε θα το κρατήσεις." "Δεν έχω αποφασίσει τίποτα ακόμα" σταύρωσε τα χέρια της και κάθισε σε μια καρέκλα. "Με κοροϊδεύεις; Είμαστε 17!" Φώναξε στο πρόσωπο της και το κορίτσι έκλεισε τα μάτια του. " Θα στερησω τη ζωή σε ένα μικρό παιδάκι! Φοβάμαι να το κάνω" κοίταξε κάτω. Νευριασμενο το αγόρι πέταξε κάτω το μπουκάλι που υπηρχε στο τραπεζάκι. "Βάνα  δε θα το κρατήσεις! "" Δε θα αναλάβεις καμία ευθύνη. Δε σκόπευα καν να σου τι πω." "Γιατί είσαι τόσο ηλιθια γαμω. Είσαι πολύ μικρή για να το κάνεις αυτό!"

" Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο... " το πρόσωπο το ηρέμησε και την κοίταξε περιμένοντας την." Θ-θέλω να χωρίσουμε... " "Πουτανα! Το ήξερα ότι έχεις άλλον! " το χέρι του προσγειώθηκε με δύναμη στο μάγουλο της. Το κεφάλι τη κουνήθηκε ελαφρώς και ο πόνος στο σώμα της μεγάλωσε.

" Τι κάνεις; " ακούστηκε μια άλλη αντρική φωνή. Απομάκρυνε τον νεαρό από κοντά της και ενώ του φώναξε τον έδιωξε από το σπίτι." Είσαι καλά;" είπε ενώ την πλησίαζε. Κούνησε θετικά το κεφάλι της και σηκώθηκε για να φύγει. " Που πας;" είπε και της έδωσε ένα ποτήρι με νερό "Σπίτι μου..." "Σήμερα θα κοιμηθείς εδώ. Δε μπορώ να σε αφήσω μόνη σου τέτοια ώρα..." "Ίαν... Θα είμαι καλά" είπε και εκείνος χωρίς να την ακούσει πήγε προς ένα δωμάτιο. Γύρισε πίσω με ενα μαξιλάρι και δύο κουβέρτες" Μη μου πεις ότι ντρέπεσαι. Μπορεί να μη με ξέρεις πολύ καιρό όμως είμαστε φίλοι " είπε με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του. Προσπαθούσε να κάνει το κορίτσι να νιώσει άνετα. Δεν έχουν μιλήσει ποτέ για κάτι διαφορετικό εκτός από τις ανταλλαγές που έκαναν μια φορά τη βδομάδα. Φαίνεται σκληρός και άκαρδος, όμως είναι αυτό που θέλει να βλέπουν οι άλλοι. Από την αρχή είχε συμπαθήσει τη Βάνα. Ήταν η αθωότητα της που τον τράβηξε. Του την σύστησε ο κολλητός του. Αυτός την έμπλεξε με τα ναρκωτικά και έπειτα τα έφτιαξε μαζί της. Μάλιστα χάρηκε όταν άκουσε τα τελευταία λόγια που ξεστόμισε.

Ακούμπησε τα πράγματα στον καναπε και πήγε προς το δωμάτιο του. Έκλεισε τη πόρτα και άφησε το σώμα του να ξεκουραστεί στο κρεβάτι. Στην άλλη μεριά του σπιτιού, η Βάνα ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ. Κρατούσε με δύναμη τη κουβέρτα και σκεφτόταν. Οι αναμνήσεις την είχαν καταστρέψει.

Άρχισε να κλαίει χωρίς να το καταλάβει. Ήταν όσο πιο αθόρυβη μπορούσε, μιας και δεν ήθελε να αναστατώσει το αγόρι. Τα βλέφαρά της βαρυναν και μπορούσε πλέον να ταξιδέψει ήρεμη στον δικό της κόσμο. Εκεί όλα είναι ήρεμα. Μπορεί να χαμογελάει. Οι αναμνήσεις της επιστρέφουν. Είναι λες και τις ξαναζεί...

-W H Y ?-Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα