1

398 21 0
                                    

Ήταν ένα βράδυ Σαββάτου όπως όλα τα άλλα. Ελάχιστα άτομα υπήρχαν στους δρόμους της Αθήνας. Κάπου εκεί ξεχώριζε μια μικρή παρέα τεσσάρων ατόμων. Τα τρία από αυτά πάντα βρίσκονταν μπροστά αγνοώντας την τέταρτη. Ο πόνος που ένιωθε την είχε μετατρέψει σε άλλον άνθρωπο. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που είχαν όλες απομακρυνθεί. Τους ενοχλούσε η συμπεριφορά της όμως κανείς δε νοιαστηκε. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το τι θα πει ο κόσμος.

Ήταν ξεχωριστή. Δεν εμπιστευοταν κανένα τόσο εύκολα. Μόλις την γνώριζες καλύτερα θα καταλάβαινες πόσο ευαίσθητη ήταν. Διάφορες δοκιμασίες που της έφερε η ζωή την έκαναν να σκληρύνει. Από μικρή προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αλλάξει τον εαυτό της. Έλεγε πως το έκανε για τον εαυτό της όμως η παρέες της την είχαν επιρρεασει. Τα ψέματα συνεχίστηκαν. Προδοσίες, χαμένες φιλίες. Ήταν πάντα το θύμα. Πάντα τους πείραζε το διαφορετικό.

Όμως εξωτερικά είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι. Κανείς δε μπορεί να φανταστεί τι γίνεται μέσα του. Κάστανα μαλλιά και μαύρα μάτια,ίδια με τη ψυχή της.

"Βάνα!" Σήκωσε απότομα το κεφάλι της στο άκουσμα του ονόματος της. Κοίταξε τις φίλες της και περπάτησε προς την είσοδο του σπιτιού της χωρίς να βγάλει άχνα.

"Ξινή..." Που να ήξεραν. Παρά τα τόσα χρόνια φιλίας, ακόμα να τη μάθουν. Η καστανομαλλα κοπέλα τα ήξερε αυτά. Γνώριζε πολύ καλά τι γινόταν πίσω από τη πλάτη της. Είναι άλλωστε και μια από τις αιτίες που την οδήγησαν σε αυτή τη κατάσταση...

69********

Σε 10 στο παγκάκι

Έκλεισε το τηλέφωνο της. Άνοιξε ένα μικρό κουτάκι από το συρτάρι στο γραφείο της και έβαλε μερικά λεφτά στη τσέπη της. Φόρεσε τη κουκούλα και βγήκε από το σπίτι. Αγνόησε τις φωνές της μητέρας της.

"Πόσα;" κοίταξε αλλού όσο ο νεαρός άντρας τοποθετούσε το μικρό σακουλάκι στη τσέπη της. "200" "Δε μπορείς κάτι καλύτερο;" "Συγγνώμη κούκλα αλλά έχω και άλλους. Αν δεν έχεις να πας αλλού" έψαξε καλύτερα στη τσέπη της. Έβγαλε έναν λευκό φάκελο και του τον έδωσε. Την κοίταξε και έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του πήρε τον φάκελο. Μέτρησε τα χρήματα και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.

Η καστανομαλλα κοπέλα ήξερε πως ήταν όλα ένα λάθος. Η ζωή της άρχισε να κατρακυλά τα τελευταία δύο χρόνια. Ο έρωτας της με τον κολλητό του αγοριού της ήταν ένα λάθος. Οι ψεύτικες φιλίες της. Έμενε μαζί τους από ανάγκη. Ήταν η αφορμή της για να λείπει από το σπίτι της. Την "κόλαση" όπως της άρεσε να λέει.

Μόνη της παρηγοριά το κάπνισμα και η κολλητή της. Η μόνη αληθινή φίλη που έφυγε και αυτή. Σπάνια μιλάνε, όμως της είναι αρκετό. Αρκετό ώστε να νιώσει ασφάλεια και αγάπη.

Κλείδωσε τη πόρτα του δωματίου της και βγήκε στο μεγάλο μπαλκόνι. Κάθισε στο πάτωμα και άδειασε τις τσέπες της. Πέταξε το τηλέφωνο της στο εσωτερικό του σπιτιού. Άναψε ένα από τα τσιγάρα και έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω. Έκλεισε τα μάτια της και έμεινε να απολαμβάνει την αίσθηση του καπνού.

"Άνοιξε τη πόρτα!" ακούστηκε μια αντρική φωνή. Άνοιξε τα μάτια της και έσβησε το τσιγάρο. Μπήκε μέσα και άνοιξε τη πόρτα. Το ξανθό αγόρι μπήκε μέσα. Κοίταξε γύρω του μέχρι που βρήκε το τηλέφωνο της. Το πήρε στα χέρια του και τη πλησίασε.

"Είσαι με τα καλά σου; Γιατί είναι κλειστό;" φώναξε κοντά στο πρόσωπο της. Έκλεισε τα μάτια της. Ο πονοκέφαλος που της δημιουργουσαν οι φωνές του ήταν αφόρητος. "Πες μου ότι νοιαστηκες;" το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλο της. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε." Πουτανα! Που είναι τα λεφτά; " έδειξε το συρτάρι. Με γρήγορα βήματα εκείνος πήρε το κουτί και έβγαλε το ποσό που ήθελε. Το πέταξε κάτω και πήγε προς τη πόρτα. Την κοίταξε υποτιμητικά και έφυγε κλείνοντας με δύναμη τη πόρτα πίσω του.

Άφησε το σώμα της να κυλήσει στον τοίχο. Μάζεψε τα γόνατα της κοντά στο στήθος της και στερέωσε το κεφάλι του πάνω τους. Προσπάθησε να μην κλάψει όμως άδικα. Τα πρώτα δάκρυα είχαν ήδη κάνει την εμφάνιση τους. Κάθε μέρα το ίδιο. Έκλαιγε μέχρι να αποκοιμηθει...

-W H Y ?-Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα