αντίο.

74 13 6
                                    

07.10.2018

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Αυτό το βάρος στο στήθος μου μέρα με τη μέρα γίνεται αβάσταχτο.
Δε θυμάμαι καν πως ήταν να μην υπάρχει εκεί, τι το δημιούργησε, πόσος καιρός έχει περάσει που το κουβαλάω μαζί μου. Αρχίζει και με κουράζει, μεταφέρεται παντού στο σώμα μου, στα πόδια μου, στο στομάχι μου, στα χέρια μου, στο κεφάλι μου. Δεν μπορώ να σηκώνομαι εύκολα από το κρεβάτι μου εξ αιτίας του. Με κρατάει εκεί, με δύναμη, σα να με φυλακίζει πάνω στο στρώμα, κάνει τα βλέφαρά μου δυσκίνητα και βαριά, ούτε να τα ανοίξω δεν με αφήνει.

Δεν ξέρω τι να κάνω. Το φως της μέρας δε με κάνει άλλο πια χαρούμενη, το αγαπημένο μου καλοκαίρι δεν θέλω πλέον να έρθει, τα αλμυρά πιτάκια της μαμάς δεν μου ανοίγουν άλλο την όρεξη, τα κρύα αστεία του μπαμπά σταμάτησαν να με κάνουν να γελάω.

Οι λεβάντες μου μαράθηκαν. Δεν έχω τη διάθεση να τις ποτίζω πλέον. Έχουν γεμίσει το περβάζι από το παράθυρο με ξερά λουλούδια και δεν βρίσκω τη θέληση να τα μαζέψω. Στο γραφείο μου γίνεται χαμός, οι κουρτίνες του παραθύρου μπροστά του είναι συνεχώς κλειστές για να μην του χαρίζουν φως, δεν το αντέχω πονάει τα μάτια μου. Τα ξερά λουλούδια έχουν απλωθεί πάνω στα ακατάστατα και σκονισμένα βιβλία μου. Έχω τόσο καιρό να τα διαβάσω, δεν με ταξιδεύουν πια σε μέρη ονειρικά και μακρινά, απλά συνεχίζουν να μου υποδεικνύουν ότι είμαι κολλημένη σε αυτό το μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, σε αυτή την ασήμαντη πόλη στην πιο τυχαία και βαρετή γωνιά του κόσμου.

Μερικές μέρες παρόλα αυτά είναι κάπως καλύτερα. Το φως της μέρας είναι λιγάκι πιο δυνατό, το καλοκαίρι μοιάζει να είναι πιο κοντά, η μυρωδιά από τα πιτάκια της μαμάς φτάνει μέχρι το μικρό μου δωμάτιο και τα αστεία του μπαμπά μου είναι λιγότερο κρύα, αλλά και πάλι το χαμόγελο δεν εμφανίζεται στο πρόσωπό μου.

Εδώ και μέρες ενώ είμαι ξαπλωμένη και περιμένω να με πάρει ο ύπνος σκέφτομαι. Δε μου έχει μείνει άλλη λύση, δεν περνάει αλλιώς ο χρόνος μέχρι να κουραστώ αρκετά για να κλείσουν τα μάτια μου.
Δεν ξέρω τι φταίει, τι έφερε αυτό το αβάσταχτο βάρος μέσα μου. Είμαι μπερδεμένη.
Μερικές φορές όσο παρακαλάω να κλείσουν τα βλέφαρά μου εύχομαι να κλείσουν για πάντα.
Ξέρω, τρομακτική σκέψη, αλλά την ώρα που σφραγίζουν τα μάτια μου το βάρος στο στήθος μου εξαφανίζεται και η ψυχή μου ελαφραίνει, ξεκουράζεται. Νομίζω πως αυτή είναι η μοναδική μου λύση.

Φοβάμαι.

Φοβάμαι πάρα πολύ.

Ελπίζω το επόμενο πρωί η μαμά κι ο μπαμπάς να μην λυπηθούν πολύ. Να καταλάβουν ότι μόνο έτσι θα ξεκουραστώ. Ελπίζω η μαμά να ανοίξει τις κουρτίνες για να φωτιστεί ξανά το δωμάτιο, το ερχόμενο καλοκαίρι να είναι το πιο ζεστό από όλα, τα αλμυρά πιτάκια της να είναι τα πιο νόστιμα και να γελάει δυνατά με τα αστεία του μπαμπά καθώς τα τρώνε για μεσημεριανό. Ελπίζω να αντικαταστήσει τις μαραμένες μου λεβάντες με καινούριες και να τις ποτίζει και να με θυμάται.

Έτσι θα είμαι κι εγώ χαρούμενη. Πρώτα όμως θα πρέπει να κοιμηθώ. Έστρωσα και το κρεβάτι μου σήμερα, ίσως έτσι να κοιμηθώ πιο γρήγορα.

Φοβάμαι.

Αγαπητό μου ημερολόγιο,
αντίο.

small talksWhere stories live. Discover now