Πριν μ'επισκεφθεί ο ''Σατανάς''

129 14 6
                                    

  Μία μέρα όπως όλες οι άλλες. Συνηθισμένη και μουντή, έξω έβρεχε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μισοκοιμισμένη, παραπατούσα, κατάφερα όμως και έφτασα ως το παράθυρο του δωματίου. Μου άρεσε να βλέπω τη βροχή να πέφτει πάνω στο παράθυρο, μού έδινε αυτή την ελπίδα που ούτε άνθρωπος μπορεί να σου δώσει κάποιες φορές.

Αποφάσισα να μείνω σπίτι. Δεν ήθελα να ντυθώ και να βγω έξω, δεν είχα διάθεση, ήθελα απλώς να κάτσω και να βλέπω τη βροχή να πέφτει, για ώρες. Κι αυτό έκανα. Δεν ήμουν και πολλή κοινωνική. Μόνο με την αδερφή μου έκανα παρέα. Κι αυτή ερχόταν πολύ σπάνια για να μας δει. Έμενε στο Λονδίνο, εκεί σπούδαζε. Η οικογένειά μας ήταν κάπως περίεργη, όχι σαν τις άλλες. Ο μπαμπάς μου είχε εθιστεί στο αλκοόλ, η μαμά μου τον παράτησε και από τότε δεν τον έχουμε ξαναδεί. Η γιαγιά μου έπασχε από τη νόσο Alzheimer και είχαμε πάρει μία γιατρό στο σπίτι για να την προσέχει. Την συμπαθούσα πολύ, ήταν καλή κοπέλα και την αγαπούσε τη γιαγιά μου, την αγαπούσε πραγματικά. Προσφέρθηκε να μην παίρνει χρήματα από εμάς γιατί έλεγε πόσο μας αγαπάει αλλά εγώ ήξερα γιατί δεν μας ζητούσε λεφτά. Ήξερε ότι ήμασταν φτωχοί και πως δεν μας έφταναν για να την πληρώσουμε.

Μέναμε σε ένα μικρό χωριό λίγο πιο έξω από την Πόρτο. Το σπίτι μας ήταν πολύ μικρό, είχε μόνο δύο παράθυρα. Η πόρτα μας ήταν σπασπένη κι έτσι η μαμά μου αναγκάστηκε να περάσει ένα χοντρό ύφασμα ώστε να μην περνάει το νερό της βροχής μέσα στο σπίτι. Το μπάνιο μας ήταν κατεστραμμένο και κανένα δωμάτιο δεν είχε κουρτίνες. Το ταβάνι του σαλονιού έσταζε μερικές φορές. Το είχα πει στην μαμά αλλά εκείνη όλο μού αποκρινόταν ότι είχε ήδη ειδοποιήσει κάποιον για να το ελέγξει αλλά εγώ δεν είχα δει κανέναν μάστορα ποτέ στο σπίτι.

Αφού χάζευα λοιπόν τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω στο τζάμι του παραθύρου, άκουσα την μαμά μου να με φωνάζει από το σαλόνι. ''Άνα παιδί μου, έλα να φας, το φαγητό θα κρυώσει''.  Δεν ήμουν στις καλές μου εκείνη την ημέρα, δεν ήθελα να φάω τίποτα ούτε να μιλήσω και σε κανέναν. Αναγκάστηκα όμως να κατέβω γιατί το στομάχι μου είχε αρχίσει να γουργουρίζει. Φόρεσα τις μωβ παντόφλες μου, έκλεισα την πόρτα του δωματίου πίσω μου και άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες μία-μία, αργά, με σταθερό ρυθμό. Δεν με βαστούσαν τα πόδια μου, ένιωθα μία αδυναμία να κυριεύει όλο μου το σώμα, σαν κάποιος να με χτυπούσε όλη τη νύχτα και να με είχε δέσει.

''Άνα, σήμερα η Φλάβια δεν θα μπορέσει να έρθει για να προσέξει τη γιαγιά. Σε παρακαλώ, κάθισε όσο χρειαστεί μαζί της και φρόντισε να πάρει τα χάπια της'' είπε η μαμά μου μόλις με είδε ότι είχα ξεπροβάλει από τα σκαλιά. Φαινόταν ανήσυχη, σαν κάτι να είχε συμβεί. Η Φλάβια πάντα ερχόταν για τη γιαγιά, ποτέ δεν είχε λείψει. Αποφάσισα να τη ρωτήσω τί συνέβαινε, αφού κάθισα στο τραπέζι και άρχισα να τρώω τη σούπα που μού είχε ετοιμάσει. ''Η Φλάβια πάντα εδώ είναι'' της αποκρίθηκα και αυτή αμέσως με κοίταξε με ένα βλέμμα δισταγμού. Δεν είχα καν τελειώσει το φαγητό μου και μού πήρε το πιάτο από μπροστά μου. ''Η Φλάβια αρρώστησε. Θα προσέξεις εσύ τη γιαγιά για όσο χρειαστεί'' μου είπε. Την κοίταξα περίεργα και αμέσως μετά, το βλέμμα μου στράφηκε προς το μέρος της γιαγιάς μου. Την κοίταξα μέσα στα μάτια και κατάλαβα πως κάτι μου έκρυβαν, κάτι είχε πάθει η Φλάβια αλλά δεν ήθελαν να μου το πουν.

Ανέβηκα γρήγορα στο δωμάτιό μου καθώς δεν μού έλεγαν κάτι για την κατάσταση της Φλάβια και πήρα εγώ, η ίδια, τηλέφωνο στο σπίτι της. Αν και ήταν 28 χρονών, η Φλάβια ήταν σαν αδερφή μου. Όποτε ερχόταν για την συνηθισμένη θεραπεία με τη γιαγιά, μού έφερνε ένα κουτάκι με σοκολατάκια που η ίδια είχε φτιάξει. Μία φορά μάλιστα, μού είχε πλέξει ένα άσπρο φόρεμα λέγοντας πως αυτό πρέπει να φορέσω όταν θα παντρευτώ. Με έκανε να γελάω πολύ συχνά και μπορώ να πω πως ήταν ο μόνος άνθρωπος που με έκανε χαρούμενη. Αφού, λοιπόν, σήκωσα το ακουστικό και το έβαλα στο αυτί μου, πάτησα ένα προς ένα τα νούμερα που αντιστοιχούσαν στο τηλέφωνό της. Χτύπησε μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές, όμως, η Φλάβια δεν το σήκωνε.

Ξαφνικά με έπιασε κάτι σαν τρέμουλο. Το ακουστικό έπεσε από το χέρι μου και χτύπησε στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Κούνησα το κεφάλι, έσκυψα, σήκωσα το ακουστικό από το πάτωμα και το έβαλα πίσω στη θέση του. Κάθισα στο κρεβάτι κοιτώντας τον απέναντι τοίχο. "Η Φλάβια όντως έπαθε κάτι.Το διαισθάνομαι. Κάτι σοβαρό, κάτι που ίσως να της αφαίρεσε ακόμη και τη ζωή'' σκεφτόμουν. Όχι, όχι...έπρεπε να ξεκολλήσω το μυαλό μου από τις άσχημες σκέψεις που έκανε. ''Η Φλάβια ξέρει να προσέχει τον ευατό της, είναι υπεύθυνη, δεν θα μπορούσε να είχε πάθει κάτι'' είπα και ξάπλωσα κλείνοντας τα μάτια μου προσπαθώντας να ησυχάσω. Με είχε πάρει ο ύπνος, όμως...το δυνατό χτύπημα του τηλεφώνου με έκανε να πεταχτώ από το κρεβάτι και με ταχύτητα φωτός να το σηκώσω. ''Ναι; Ποιος είναι;'' . H φωνή μου έτρεμε μόνο στην ιδέα ότι στην άλλη γραμμή μπορεί να ήταν η Φλάβια. Δεν πήρα απάντηση από την άλλη γραμμή αλλά επέμεινα λίγο περισσότερο. ''Ναι παρακαλώ; Ποιος είναι; Μιλήστε μου''. Ἀκουγα μία αντρική φωνή να ψιθυρίζει και σαν να διέκρινα μία γυναικεία να προσπαθεί να βγάλει λέξη αλλά να μην μπορεί. Φοβήθηκα και το έκλεισα. Ξαναπήρε. Ο αριθμός έδειχνε άγνωστο. Ήθελα να το πω στη μαμά όμως φοβόμουν. Το ξανασήκωσα. ''Ναι, ποιος είναι;''. Η αντρική φωνή σώπασε. Τώρα μόνο την γυναικεία άκουγα. Τα μάτια μου είχαν θολώσει, οι σφιγμοί μου είχαν πέσει και, όλο μου το σώμα είχε μουδιάσει. Το έκλεισε αυτός αυτή τη φορά. Πάγωσα. Τρομοκρατημένη, κουκουλώθηκα κάτω από την κουβέρτα και έσφιγγα τα δόντια μου και πείραζα τα νύχια μου από την σύγχυση.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Aug 19, 2014 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

''Φοβάμαι''Where stories live. Discover now