ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

304 45 13
                                    

«Άρη...», ακούστηκε η έκπληκτη φωνή του παιδικού του φίλου, του μοναδικού φίλου που είχε ποτέ.

Στάθηκαν απέναντι ο ένας απ' τον άλλον δίχως να βγάζουν μιλιά. Σαν να ήθελαν να γεμίσουν τα μάτια τους από την εικόνα του αντικρινού τους. Να χορτάσουν την πείνα τόσων ετών. Οι αλλαγές πάνω τους ριζικές και έπρεπε να καταγραφούν όλες, μια προς μια. Αλώνισαν τα βλέμματα ο καθένας στον αντικρινό του κι εντόπισαν τα πάντα. Δυο παιδιά ήταν όταν χωρίστηκαν οι δρόμοι τους αφού ο ένας παρουσιάστηκε στο ναυτικό και ο άλλος έφυγε για σπουδές στην Αθήνα χάνοντας έτσι ο ένας τα ίχνη του αλλουνού.

Και νάτοι τώρα, δυο άντρες ισχυροί πια, πιστοποιώντας με τη θωριά τους την ανάλογη επαγγελματική και οικονομική επιτυχία του ο καθένας. Ο χρόνος στάθηκε γενναιόδωρος μαζί τους αφού στην ηλικία των τριάντα έξι βρίσκονταν στο ζενίθ της αρσενικής τους υπόστασης με μια άγρια ομορφιά που καθήλωνε γοητεύοντας τις γυναίκες ενώ έθετε αντιστοίχως σε επιφυλακή τους άντρες. Έμοιαζαν και διέφεραν συγχρόνως τόσο πολύ οι δυο τους...

Ο Οδυσσέας έκανε τον κύκλο του γραφείου του και περπατώντας αργά πήγε και στάθηκε ακριβώς μπροστά στον Άρη. Τα μάτια τους παρέμεναν δεμένα από την πρώτη στιγμή που άνοιξε η πόρτα έως και τώρα, χαμένα και μπλεγμένα μεταξύ τους. Ένα διστακτικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του ταυτόχρονα και από τους δυο άντρες, θαρρείς και υπάκουσε σε κάποιο κρυφό τους μήνυμα. Με ένα ακόμα βήμα που ήρθε κι αυτό από κοινού συγχρονισμένο σαν να ήταν μέρος μιας χορευτικής φιγούρας, έπεσε στήθος πάνω στο στήθος, οι παλάμες χτύπησαν τους ώμους και τα πρόσωπα κόλλησαν μάγουλο με μάγουλο. Ελάχιστο χρόνο επέτρεψαν οι δυο φίλοι να διαρκέσει αυτή η αγκαλιά αλλά η δύναμη της κάλυψε αποστάσεις, μηδένισε χρόνια και γέμισε τα κενά της απουσίας τους.

«Άρη... νόμιζα ότι έκανε κάποιο λάθος η γραμματέας μου, όταν μου είπε το όνομά σου. Τι κάνεις εδώ..πότε γύρισες;» ρώτησε ο Οδυσσέας τον φίλο του καθώς απομακρυνόταν.

«Έχει λίγες μέρες. Έπρεπε να προλάβω την κυρά Δέσπω... πριν φύγει», απάντησε ο Άρης αναστενάζοντας και είδε τον φίλο του να μένει άναυδος.

«Πέθανε η μάνα σου; Δεν το έμαθα ρε φίλε, λυπάμαι... θα ήθελα να την αποχαιρετήσω», είπε ο Οδυσσέας χαμηλώνοντας τα μάτια κι εκφράζοντας μ' αυτό τον τρόπο την πραγματική του θλίψη αφού αγαπούσε πραγματικά τη μητέρα του φίλου του. Η κυρά Δέσπω είχε πάντα μια ανοιχτή αγκαλιά κι ένα λουκούμι για κέρασμα σε όλα τα παιδιά του νησιού. Μια αδυναμία ιδιαίτερη όμως έδειχνε στον ίδιο αφού έμενε στον οικισμό της Φάμπρικας μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, φιλοξενούμενος από τους παππούδες του καθώς οι γονείς του δούλευαν κι αυτός προτιμούσε την παρέα του Άρη και της θάλασσας.

Νόστος ΚαρδιάςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα