ΑΛΗΘΕΙΑ

245 41 6
                                    

Μάρτυρας όλων αυτών ο Άρης, αφού δεν έφυγε λεπτό απ' το πλευρό της μητέρας του. Καθόταν δίπλα της τόσες ώρες προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του και τις αναμνήσεις του, καθώς αυτές μπερδεύονταν μεταξύ τους, πηγαίνοντας απ' το παρόν στο παρελθόν και το αντίστροφο.

Έφερνε και ξανάφερνε στο νου του, μέρες από τα παιδικά του χρόνια, ρίχνοντας φταίξιμο στον εαυτό του που δεν είχε αντιληφθεί το πρόβλημα υγείας του αδερφού του ώστε να τον φροντίζει και να τον προσέχει περισσότερο.

Χωρίς να το επιδιώξει ή έστω να το προσπαθήσει, ήρθε στο μυαλό του εκείνη η καταραμένη μέρα που άλλαξε και διέλυσε τις ζωές όλων τους. Σαν να ήταν χθες θυμόταν, με πόση χαρά και πόση ανυπομονησία ξύπνησαν εκείνο το πρωινό τα δυο αδέρφια. Ήθελαν να προετοιμαστούν κατάλληλα και να είναι εγκαίρως έτοιμοι αφού περίμεναν να περάσουν οι φίλοι τους να τους πάρουν ώστε να πάνε για μπάνιο σ' έναν απομακρυσμένο κολπίσκο. Το καλοκαίρι προχωρούσε με βήμα ταχύ και τα δυο αδέρφια δεν είχαν καταφέρει ως τώρα να πείσουν τους γονείς τους να τους δώσουν την άδεια που χρειαζόταν για να απομακρυνθούν από τα στενά όρια του οικισμού που ζούσαν, παρά μόνο σήμερα! Εδώ και καιρό γίνονταν μάχες επί των μαχών ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς καθώς οι μεν διεκδικούσαν το δικαίωμα για ένα καλύτερο και πιο ενδιαφέρον καλοκαίρι, ενώ οι δε, διαφωνούσαν με την άποψη που επέμεναν οι μικρότεροι. Μόνο την προηγούμενη μέρα η ζυγαριά έγειρε προς το μέρος των δυο αδερφών. Ξεσπώντας ο μικρότερος απ' αυτούς, αντέδρασε με έναν αφύσικο τρόπο και τόνο φωνής για την ηλικία του, αναφέροντας διάφορα τρελά πράγματα για αρρώστιες και θανάτους πείθοντας έτσι τους γονείς του να μην φέρουν για ακόμα μια φορά αντίρρηση.

Σηκώνοντας τα μάτια, επέστρεψε άμεσα στο παρών κοιτώντας τη μάνα του να κοιμάται ανασαίνοντας όλο και πιο βαριά. Κάπου κάπου έσκυβε και της φιλούσε τα δάχτυλα που ακόμα βρίσκονταν αναπαυμένα μέσα στη μεγάλη του παλάμη και άλλες πάλι άπλωνε το ελεύθερο χέρι του, αφήνοντας ένα τρυφερό χάδι πάνω στα άσπρα της μαλλιά. Το παιχνίδι του μυαλού του όμως, τον επέστρεφε γρήγορα στο παρελθόν και στο απομακρυσμένο κολπάκι με τα βότσαλα και τα βράχια που ήταν ιδανικά για τις βουτιές και τα παιχνίδια της παρέας.

Ένα νοσταλγικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του όταν θυμήθηκε τα γέλια και τα πειράγματα των παιδιών καθώς προσπαθούσαν να παραβγούν μεταξύ τους στις βουτιές και να γίνουν το επίκεντρο της προσοχής των κοριτσιών που υπήρχαν ανάμεσα τους. Το κέφι της τρελοπαρέας ανέβηκε γρήγορα στο ζενίθ του όπως ακριβώς και ο ήλιος στον ουρανό. Παιχνίδια, πλατσουρίσματα, χαρά και ξεγνοιασιά, ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκείνης της μέρας μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε μια φωνή τρομαγμένη να ταράζει την χαρούμενη ατμόσφαιρα.

Νόστος ΚαρδιάςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα