26

13 1 0
                                    

Όταν πλεον ανοιξα τα μάτια μου ο ουρανός είχε ενα σκουρο χρώμα.Κοιταξα γυρω μου και ειδα το πεταμενο μποκαλι μπυρας μαζι με

καποια αποτσιγαρα.Βρισκόμουν ακομη ξαπλωμενη στο καπο του αυτοκινητου. Κατεβηκα και τεντωθηκα νιωθωντας τους μυες μυ πονεμενους.

Ανοιξα την πορτα και μπηκα μεσα στο αυτοκινητο και βολευτικα στην θεση μου ανοιγοντας το κινητο μου. Ηωρα ηταν περιπου οκτω το βραδυ που

σημαινει οτι λειπω μια μερα. Κοιταζομαι στον καθρεπτη και τρομαζω να με αναγνωρισω. Τα μαλλια μου πετανε σε διαφορες κατευθνησεις

τα μαια μου ειναι ακομη πρισμενα με σταγμενη μασκαρα και φαινομαι αρκετα χλωμη. Βαζω μπροστα το αυτοκινητο μου ετοιμαζοντας

τον εαυτο μου για το τι θα ακουλουθσει αργοτερα. Ενας πονοκεφαλος εχει αρχησει να με ταλιπωρει αλλα δεν δινω σημασια μενοντας συγκεντρωμενη στον δρομο.

Μετα απο αρκετη ώρα περναω απο το χθεσινο βενζιναδικο και χαμογελαω στην χθεσινη αναμνηση. Ανεβαζω λιγο την ενταση του ραδιοφωνου

και ψυθιριζω τους στιχος απο το maybe i maybe you. Το μυαλό μου ταξιδέυει στην χθεσινη σκεψη. Στο φιλι του. Στο φιλι τους. Αναρωτιεμαι

τι δικαιολογια θα εχει σκεφτει. Ειχε αρκετο καιρο στην διαθεση του.
Έπειτα από λίγη ώρα η διαδρομή μου φαίνετε αρκετά γνώριμη και αναγνωρίζω πως έφτασα
σχεδον έφτασα στο σπίτι μου. Παρκάρω το αυτοκίνητο εξω και το κλειδωνω μόλις βγω.

Κοιτάζω το σπίτι του. Τον βλέπω να ανοίγει την πόρτα και απ έξω να ξεπροβάλλει όλο το καλό παρεακι. Δεν θα δώσω ουτε σημασία ουτε θα εκνευριστω για εκείνους. Πίσω μου ακούω το όνομα μου και φυσικά δεν θα γυρίσω.  ΞεκλειδωνωΞεκλειδωνω την πόρτα μου και ευθείς την κλείνω πίσω μου σταματώντας όλες τις εκνευριστικες φωνές πίσω μου.

"Σπιτι επιτέλους" αναφωνω και πέφτω με την μούρη στον καναπέ μου νιώθοντας ολο μου το είναι να χαλαρώνει. Ή μάλλον αυτή η χαλάρωση δεν θα κρατούσε πολύ αφου το κουδούνι μου τρυπουσε τα αυτιά και έκανε τον ήδη πονοκέφαλο μου μεγαλύτερο. 

Σηκώνομαι  με βαριά καρδιά και πάω προς την πόρτα.

"Τι;" ρωτάω μέσα από τα δόντια  και εμποδιζω με το σώμα μου την είσοδο.

Έξω ήταν ο Βίκτωρ η Ρανια και φυσικά ο Τζόνι.

"ΤΙ; ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΝΑ ΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΙ;" Αρχίζει το παραλήρημα και η αλήθεια είναι ότι θέλω να κλείσω την πόρτα τόσο πολύ.

"Κοίτα αν ήρθες να φωνάζεις εδώ καλύτερα να φύγεις. "
"Μας ανησύχησες το ξερεις;" μου λέει ο Βίκτωρ και αρχίζω να γελαω νομίζοντας πως είμαι τρελή. 

"Είμαι απόλυτα σίγουρη " του λέω και χαμογελάω. Εκείνος χαμηλώνει το κεφάλι του. Ωωω τι καλός ηθοποιός.
"Μπορούμε να μιλήσουμε λιγο; Οι μόνοι μας;" με ρωτάει αλλά δεν απαντάω.

"Σε παρακαλώ. Για λίγο" λέει και νευω. Εκείνος αφήνει μια ανάσα και ανοίγω την πόρτα να περάσει. 

"Θα τα πούμε μετά." Λέει απ έξω και κλείνει την πόρτα.  Εγω σταυρώνω τα χέρια στο ύψος των χεριών μου και στηρίζομαι στο μπράτσο του καναπέ περιμένοντας να ξεκινήσει.

Αδιέξοδος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα