21

12 1 1
                                    

''Δεν θα πεις τίποτα;'' Ρωτάει μετά από κάποια ώρα. Σηκώνω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω στα μάτια.

''Κοίτα προτιμώ να σου πω την αλήθεια'' λέω και ξεφυσάω ενώ εκείνος μου κάνει νεύμα να συνεχίσω τον μονόλογο μου.
''Από την αρχή που μετακόμισα απέναντι σου μου προκαλούσες το ενδιαφέρον. Μετά από το πρώτο party που ήρθα και το τελευταίο κατάλαβα πως ήσουν μια διαφορετική προσωπικότητα.

Έπειτα με αυτό το συμβάν που έγινε και έχουμε αποκτήσει μια σχέση η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι αρκετά.''  λέω και κατεβάζω το κεφάλι 

Του απαντάω κρύβοντας δυο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι φοβάμαι εκείνον. όσο και να είναι παίρνει ναρκωτικά. Φοβάμαι πολύ για εκείνον. Για εμάς. Την ακεραιότητα μας. Το δεύτερο είναι πως πως από την την μοναδική μου σχέση πληγώθηκα πολύ. Δεν έχω προχωρήσει από τότε. 'Όχι επειδή τον σκέφτομαι ακόμη απλά φοβάμαι.

''Κοίτα με.'' μου λέει και βάζει το χέρι του στο πιγούνι ανασηκώνοντας το πάνω 

''Ξέρω ότι με φοβάσαι και μην το αρνηθείς. Κι εγώ με φοβάμαι. Φοβάμαι όλο αυτό''

''Τι εννοείς;''

''Φοβάμαι εμένα δίπλα σου. Τρομάζω στην σκέψη πως μπορεί να πάθεις κάτι και να φταίω. Φοβάμαι αυτά που νιώθω πως θα μεγαλώσουν. Εσύ πιστεύεις ότι σε ξέρω μόνο μερικές εβδομάδες. Μα σε ξέρω καλύτερα από τον καθένα. Είναι περίεργο που εγώ ξέρω πως θα συμπεριφερθείς ενώ εσύ δεν ξέρεις τίποτα για εμένα. Δεν φταις εσύ πάνω σε αυτό. Εγώ φοβάμαι να σου ανοιχτώ. Είναι τόσο γαμημένα περίεργο πως μέσα σε μέρες ένιωσα έτσι. Και δεν εννοώ το πρόσφατα. Εννοώ τον πρώτο χρόνο σου εδώ την πρώτη μέρα σου εδώ. Αν θυμάσαι'' μου λέει και αυτόματα θυμάμαι την γνωριμία μας

flashback 


Θυμάμαι ήταν μέσα Οκτώβρη πλέον και είχα μετακομίσει πρόσφατα. Δεν ήξερα κανέναν. Ακόμη το σπίτι μου δεν ήξερα που ήταν καλά καλά. Περίμενα στην στάση κουρασμένη από την πρώτη μέρα και μόλις μπήκα στο λεωφορείο βρήκα δυο άδειες θέσεις. Δεν είχα προσέξει ότι πίσω από τις θέσεις κάθονταν μια παρέα από αγόρια οπότε έβαλα την τσάντα μου στην δίπλα θέση  
''Μπορείς να πάρεις την τσάντα σου να κάτσει και κάποιος άλλος;''

''Αν είχες τρόπους ίσως θα μπορούσα''

σε κλάσματα πέταξε την τσάντα μου και με κοίταξε στα μάτια''

''Είσαι κόπανος'' 

είχα πει και σηκώθηκα βγαίνοντας μια στάση πριν την κανονική. Θυμάμαι πως έβρεχε τότε και έφτασα σπίτι παπάκι. 


Μετά το απόγευμα τον είδα να ποτίζει απέξω. Με είχε κοιτάξει με ένα βλεμμα

Μετά αρχίσαμε να μιλάμε.
....


''Θυμάμαι. Σε έβριζα όλο το μεσημέρι''. Του λέω και ξεσπάμε σε τρανταχτά γέλια.

''Νόμιζα πως κάποιος μου έκανε πλάκα. Άσε που με το βλέμμα που μου έριξε έλεγα πως θα με χτυπήσεις μην γελάς'' μου λέει και σκουπίζω καποια δάκρυα.

''Άπλα ήθελα να ήξερες''. Συμπληρώνει.

''Έχω και εγώ παρόμοιους φόβους''  του λεω

''Θες να σκεφτείς λίγο μόνη σου;'' με ρωτάει και νεύω αρνητικά

''Απλά αν είναι να γίνει κάτι μεταξύ μας ας γίνει αργά'' του απαντάω και κερδίζω ένα πλατύ χαμόγελο και ένα φιλί στο μάγουλο. 


Αδιέξοδος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα