2

19 4 2
                                    

Ο πονοκέφαλος ήταν φρικτος. Όλο το βράδυ γύριζα συνεχώς στο κρεβάτι μου από την έντονη μουσική.

Ο Βίκτωρ πλέον έχει γίνει πολύ εκνευριστικός. Κάθε μέρα παρά μέρα  ήξερα πλέον ότι το απεναντινο αχουρι δεν θα με άφηνε στην ησυχία μου. 
Σήμερα τελικά δεν πήγα στην δουλειά.
Ο προφανείς λόγος ήταν οι ωτοασπίδες που πλέον δεν αποχωριζομαι αφου μέχρι και τα τζαμια τρίζουν απο την φασαρία.

Οπότε βρήκα ευκαιρία να καθαρίσω σπίτι και να τελειώσω απο το υπολογιστή τα χθεσινά μου έγγραφα καθώς και μικρουποθεσεις

Από την δουλειά μου με αποσπά το κουδούνι. Σηκώνομαι βιαστικά και παραμεριζω την ζεστή κουβέρτα μου.

Στηρίζω το βάρος μου στην πόρτα και γυρίζω το πόμολο

"Τι θέλεις εσύ εδω"
Ρωτάω κοφτά καθώς η ανάσα μου είναι προσκολλημένη στον λαιμό μου.

"Ήρεμα κοπελιά ήθελα να ρωτήσω αν έχεις ένα ντεπον."
Μου απαντά στον ίδιο τόνο. 
Τον παρατήρησα καθώς με εγδυνε με το βλέμμα του και η επιθυμία μου να του κλείσω την πόρτα στην μούρη ολο και μεγάλωνε.

"Περίμενε εδώ να ψάξω"
Τρέχω βιαστικά στην κουζίνα και βρίσκω το ντουλαπάκι με τα χάπια και τις πρώτες βοήθειες.  Βγάζω τα παυσίπονα και τρέχω στην αρχική μου θέση αλλά πλέον ο Βίκτωρ είναι εγκατεστημένος στον καναπέ με κλειστά τα μάτια.

"Ορίστε" του απαντώ και του πετάω το κουτάκι.
"Ευχαριστώ και συγνωμη για την αναστάτωση μωρό"

Με την τελευταία λέξη τα νεύρα μου έφτασαν κόκκινη γραμμή και προσπαθούσα να αποτρεψω την μπουνιά μου να φύγει με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

"Βίκτωρ μην με λες έτσι και σε παρακαλώ αν δεν έχεις να κάνεις κατι άλλο θα σου ζητουσα να φύγεις"

Το φρύδι του ήταν σηκωμένο και το χαμόγελο έφτανε ως τα αυτιά καθώς προχωρούσε προς την έξοδο.

"Θα τα πούμε σύντομα μωρο"

Αδιέξοδος Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα