ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

288 46 6
                                    

Η ώρα κύλησε και άρχισε να καταλαγιάζει σιγά σιγά η αντάρα του καιρού, σε αντίθεση με εκείνη που εξελισσόταν μέσα στους στενόχωρους τοίχους του πατρικού του σπιτιού. Ανέκφραστος, αμίλητος κι ακίνητος ο Άρης στην παλιά καρέκλα, επέτρεπε στην αναστάτωση που ένιωθε να γίνει φανερή μόνο από το σφίξιμο των χειλιών του και το δυνατό κράτημα του ποτηριού του. Το βλέμμα του σταθερό μα οι σκέψεις του ανάστατες καθώς αντιλαμβανόταν ότι εκτός από τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει, τώρα προέκυπταν κι άλλα μη αναμενόμενα αλλά εξίσου σοβαρά.

Οι δείκτες του ρολογιού σέρνονταν αργά αφού οι δυο άντρες παρέμεναν σιωπηλοί, χαμένοι ο καθένας στου νου του τα τερτίπια. Με την πρώτη ανατολή του ήλιου ο Άρης σηκώθηκε απότομα και πιάνοντας αποφασιστικά τη μοναδική του αποσκευή κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έκρινε και αποφάσισε πως έφτασε η ώρα να κάνει κάτι ώστε να συναντήσει τη μητέρα του με τον ανάλογο σεβασμό που της όφειλε. Αφού επέλεξε πρώτα ένα παγωμένο ντους, ντύθηκε όπως έπρεπε και εμφανίστηκε ξανά στο μικρό κουζινάκι. Μαθημένος όπως ήταν στην αυτοεξυπηρέτηση πήγε στον πάγκο να φτιάξει τον καφέ του ρωτώντας συγχρόνως το θείο του αν ήθελε κι αυτός. Παίρνοντας για απάντηση ένα καταφατικό νεύμα, προχώρησε στην επόμενη ερώτηση.

«Θα έρθεις μαζί μου στη μάνα;»

«Λογιέμαι να μην έρτω!» απάντησε ο θείος του.

«Πώς έτσι;» απόρησε ο Άρης.

«Έτσι το κρένω σωστό. Μεγάλη η νοσταλγία και λίγος ο χρόνος που σας ΄πομεινε! Σύρε γιε μου εσύ. Αυτό πρέπει!» αιτιολόγησε με λίγα λόγια την απόφαση του ο Νικολής.

Ένα γνέψιμο του κεφαλιού ήταν η μόνη απόκριση του Άρη και παίρνοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου που του πρόσφερε ο μεγαλύτερος άντρας, έκλεισε αθόρυβα την πόρτα φεύγοντας. Η διαδρομή προς τη χώρα ίδια κι απολύτως γνωστή σαν να μην έλειψε μια μέρα κι όμως τόσο διαφορετική καθώς καινούριες εικόνες ξεπρόβαλαν μπρος του αφού το τοπίο είχε αλλάξει μορφή ακολουθώντας τις εξελίξεις της εποχής.

Φτάνοντας στο μοναδικό νοσοκομείο του νησιού, ένιωσε μια αστάθεια στο βήμα του. Θα συναντούσε τη μάνα του για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Η αδυναμία, η αγάπη και ο σεβασμός που έτρεφε προς το πρόσωπο της ήταν τα αίτια, που τον έκαναν να διατηρήσει επικοινωνία μαζί της όλο αυτό το διάστημα μέσω του θείου του. Τώρα όμως θα την έβλεπε από κοντά και μάλιστα όχι όπως τη θυμόταν, αλλά ανήμπορη, στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, με αμφίβολη την εξέλιξη της υγείας της. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να επιβληθεί στα συναισθήματα του, χτύπησε τυπικά την πόρτα του δωματίου και πέρασε μέσα χωρίς να περιμένει καν απάντηση. Τα μάτια του αυτόματα εστίασαν στο μοναδικό κρεβάτι που υπήρχε στο χώρο, προσπαθώντας να ταυτοποιήσει το ισχνό γυναικείο κορμί που έβλεπε εκεί, με την εικόνα της μάνας του που άφησε πίσω.

Νόστος ΚαρδιάςWhere stories live. Discover now