Κούκλα από πορσελάνη

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

Τελικά είμαι πιο περίεργη από όσο φανταζόμουν. Τη μια στιγμή θέλω να αφήσω τα πάντα και να φύγω και την άλλη... Δεν ξέρω. Κάνω μέχρι και προσπάθεια να δεθω με άτομα που δεν θα έδινα ουδεμία σημασία.

Μπήκα στο δωμάτιο και φώναξα την Ειρήνη να βγει έξω. Ήρθε και συζητήσαμε για την κουβέντα που είχα με την Μαρκέλλα. Αυτή χάρηκε που της μίλησα και δεν της μαύρισα το μάτι... Ναι δεν έχω χιούμορ το ξέρω. Τέλος πάντων όλα καλά. Προχωρούσαμε στο γήπεδο για ώρα μέχρι που ακούστηκε το κινητό της. Κοίταξε την οθόνη και απάντησε αμέσως.
"Ναι? Ναι γιατί όχι? Σε πόσο? Ωραία εκεί θα είμαι. Ντάξει τα λέμε. Φιλιά." Ραντεβού θα βγει και θα με αφήσει μόνη.

"Για που?" Της είπα ενώ την σκούνταγα για να την πειράξω.
"Με πήρε ο Άγγελος και μου είπε να βρεθούμε. Άμα θες κάθομαι..."
"Θα πας." Της είπα και την έσπρωξα να σηκωθεί.
"Είσαι σίγουρη πως δεν θες να μείνω? Δεν έχουν γίνει και λίγα τελευταία."
"Άντε κούκλα μου σε περιμένει ο πρίγκιπας θα χάσεις το ραντεβού." Είπα και αφού την έσπρωξα ελαφρά έφυγε γελώντας.

Σκεφτόμουν για λίγο ,όμως έβγαλα το πακέτο από την τσέπη. Το κοιτούσα καλά και ήθελα τόσο πολύ να ανάψω ένα. Ναι αλλά δεν μου κάνει καλό. Το επεξεργαζόμουν για ώρα όμως δυστυχώς δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Έβγαλα τον αναπτήρα από την πίσω τσέπη και το άναψα. Ρούφηξα και αυτή η εμμονή μου πέρασε. Αυτή η ηρεμία στο κορμί μου επανήλθε και ένιωθα πλέον ανέμελη.

Δεν το κατάλαβα αλλά το ένα τσιγάρο έγινε δύο και μετά τρία και όσο πήγαινε πολλαπλασιάζονταν. Στο πέμπτο σταμάτησα αφού είχα καταλάβει ότι έβλαπτα άθελά και ασυνείδητα τον εαυτό μου.

Κοίταξα τον ουρανό και φανταζόμουν πως θα ήμουν αν οι πραγματικοί γονείς μου ήταν ακόμη εδώ. Τι κι αν δεν είχα έρθει ποτέ σε αυτή την κατασκήνωση. Έσβησα το τελευταίο τσιγάρο στο χέρι μου και μετά από ένα μικρό τσούξιμο που δεν έδωσα σημασία ένιωσα το μάγουλο μου υγρό.

Οργή, μίσος, λύπη, απαισιοδοξία, πόνος, θυμός όλα εκφράζονταν μέσα από ένα απλό τσιγάρο. Κάτι τόσο απλό κι όμως έλυνε όλα τα προβλήματα εκείνη τη στιγμή. Μέχρι που τελείωνε και εσύ έμενες εκεί με τις αναμνήσεις και τις στενοχώριες σου. Τι μαλακία και αυτή. Όλα έδειχναν άθλια και ασπρόμαυρα μέχρι που ένα χέρι με αγκάλιασε.

"Μην στενοχωριέσαι εγώ είμαι εδώ." Η φωνή του ακούστηκε σαν μελωδία στα αυτιά μου και γύρισα και τον κοίταξα. Το κάτω χείλος του ήταν ματωμένο αλλά τα μάτια του γεμάτα αισιοδοξία και θάρρος. Ξάπλωσα πάνω του και αφέθηκα στην αγκαλιά του.

"Γιατί είναι όλα τόσο περίπλοκα?" Ρώτησα κοιτάζοντας τα αστέρια.
"Γιατί αν ήταν εύκολα δεν θα είχαν τόσο ενδιαφέρον." Απάντησε ενώ με χάιδευε απαλά.

Ένιωθα σαν προσελάνινη κούκλα για ακόμη μια φορά. Φοβάμαι μην σπάσω κι όμως αυτός είναι εδώ και με αγκαλιάζει αθώα με τα ζεστά χέρια του, κρατώντας όλα τα κομμάτια στη θέση τους. Είχε καταφέρει να με κάνει να νιώθω μια ασφάλεια που κάνεις άλλος δεν μπορούσε να μου εγγυηθεί.

Με κοίταξε για άλλη μια φορά και ανταπέδωσα τη ματιά του. Δεν βαρέθηκα ποτέ αυτό το καταπράσινο χρώμα των ματιών του. Το φως του προβολέα τόνιζε τις γωνίες του και εκείνος έκλεισε τα μάτια του ξαπλώνοντας πίσω, με εμένα στην αγκαλιά του.

"Τι σκέφτεσαι?"
"Τίποτα απλά απολαμβάνω τη στιγμή." Απάντησα κατευθείαν χωρίς καν να το σκεφτώ.
"Εσύ?" Ρώτησα έπειτα.
"Ότι ανήκω κάπου." Είπε ήρεμος.

Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιτούσε στον ουρανό ατάραχος και εγώ τον χάζευα οπως εκείνος τα αστέρια.

Αχ Τζακ. Αυτό είναι ο έρωτας. Ήθελα να του πω σαν να υπήρχε δίπλα μου ένα μικρό παιδί. Με άφησε να τον δω. Όπως είναι. Και ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα ζήσει.

______________________________________
⭐+💬όποιος θέλει γιατί με βοηθάει.. τα λέμε στο 18

Η Κατασκήνωση... Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα