κορόνα ή γράμματα

Start from the beginning
                                    

"Ζωή άστο τσιγάρο κάτω." Της είπα και κοίταξε προς τα εδώ. Τα μάτια της είχαν ένα κόκκινο χρώμα και το πρόσωπο της ήταν χλωμό.
"Δεν ήξερα πως έφερα και τον πατέρα μου στη κατασκήνωση." Είπε και ξαναγύρισε προς την αντίθετη πλευρά.
"Γιατί κάπνισες τόσα. Αφού το βλέπεις δεν αντέχεις."
"Τζακ άσε με στην ησυχία μου και πήγαινε να ασχοληθείς με κάποια από τις πολλές αν έχεις όρεξη." Τι έπαθε ξαφνικά.
"Καλά τόσο πολύ νευρίασες? Νόμιζα οτι ήταν ήδη δεδομένο πως δεν υπήρχε κάτι μεταξύ μας." Την ρώτησα αυθόρμητα.
"Νομίζεις δεν ήξερα για το στοίχημα? Δεν θέλω σχέσεις μαζί σου Τζακ. Από τη πρώτη στιγμή ήξερα ότι θα ήσουν μπελάς. Φύγε απλά μακριά μου και μην με ξαναγγίξεις ποτέ." Ο θυμός φαινόταν υπερβολικά πολύ στο πρόσωπο της. Και περισσότερο η απαξίωση.
Όταν έκανε ένα βήμα κοντά μου δεν ήξερα τι ακριβώς θα κάνει και έμεινα ακίνητος. Μου πήρε το ουίσκι από το χέρι και απομακρύνθηκε. Τι πάει να κάνει θεέ μου? Κάτσε δεν πιστεύω.. αυτή η κοπέλα θα είναι το τέλος μου.

...
Δεν φώναζα γιατί ήξερα ότι άμα μας δούνε οι ομαδάρχες την κάτσαμε. Έψαχνα αρκετή ώρα μέχρι που τη βρήκα στο πίσω μέρος της κατασκήνωσης. Ναι εκεί που δεν επιτρέπεται συνήθως να πάμε. Το μπουκάλι στα χέρια της ήταν σχεδόν άδειο και το βλέμμα της πιο άγριο από πριν. Μέθυσε. Όσο πάει η βραδιά γίνεται πιο περίπλοκη.
"Ζωούλα πάμε σπίτι." Της είπα ήρεμα με σκοπό να μην την νευριάσω.
"Άσε με ήσυχη σου είπα. Γιατί δεν το καταλαβαίνεις ότι δεν θέλω να σου μιλάω μωρεεε?" Είπε ξεκάθαρα μεθυσμένα.
"Βρε ζωή. Πάμε σπίτι έλα."
"Δεν θέλω να με ακουμπάς. Είσαι κακός άνθρωπος και πας με όλες τις κοπέλες που βρίσκεις. Είσαι ψεύτης και ο μπαμπάς μου μου έχει πει να μην μιλάω σε ψεύτες."
"Γαμώτο Ζωή ξυπνά λίγο και άκου με." Την σήκωσα στα χέρια μου σαν νύφη και την πήγα προς το δωμάτιο. Στο δρόμο άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστικα.

"Ρε Τζακ. Γιατί μου το έκανες αυτό? Αφού το ξέρεις πως σε θέλω κατά βάθος. Είσαι πολύ χαζούλης αλλά αυτό με κάνει να σε θέλω πιο πολύ. Τι δεν καταλαβαίνεις?" Μετά από κάθε φράση της ακολουθούσε λόξιγκας και εκείνη έκανε άσχετες κινήσεις με τα χέρια της στο ενδιάμεσο.

"Ζωή μην λες πράγματα τα οποία θα μετανιώσεις αύριο όταν συνέλθεις." Είπα ενώ παράλληλα τσέκαρα γύρω για τυχόν ομαδάρχες.

"Μα ξέρεις δεν τα λέω έτσι για πλάκα. Έχω διαβάσει πως όταν μεθάς λες αυτά που φοβάσαι να πεις γενικά." Το αστείο ήταν πως αυτά που έλεγαν είχαν κάποια βάση.

"Μαλάκα Ζωή ξεκόλλα. Υποτίθεται εγώ είμαι ο τρελός της υπόθεσης." Είπα και έφτασα στο δωμάτιο της. Χτύπησα την πόρτα και η Βερόνικα μου άνοιξε.
"Τι σκατά γίνεται εδώ?" Είπε ταραγμένη και με κοίταξε με απέχθεια.
"Μαρκέλλα ο φίλος σου μας έφερε δώρο." Φώναξε με την ενοχλητικά τσηριχτή φωνή της και εκείνη ήρθε δίπλα της.
"Τι κάνεις εσύ με αυτή?"
"Θα με αφησεις να περάσω ή θα την κρατάω έτσι για καμία μέρα?" Είπα και μου έκανε νόημα. Η φίλη της μόλις την είδε ήρθε δίπλα της και με ρώτησε.
"Τι έπαθε?"
"Μέθυσε. Και τσιγάρο."
"Πώς? Τι της δώσατε?" Ευτυχώς ήταν αργά και οι ομαδάρχες είχαν μαζευτεί στην πλατεία για να περάσουν την ώρα τους όπως τα περισσότερα βράδια.
"Χαλάρωσε δεν κάναμε κάτι εμείς." Τώρα νιώθω λίγο ένοχος αλλά γάμα το δεν είναι η στιγμή.
Αυτή πήγε και κάθισε δίπλα της και εγώ πήγα προς την πόρτα.

"Θα τα πούμε μετά εμείς." Είπε η Μαρκέλλα με το συνηθισμένο υφάκι της.
"Δεν έχουμε να πούμε τίποτα." Απάντησα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Αδιάφορη.

...
Ξάπλωσα και σκεφτόμουν εκείνο το φιλί. Είμαι όντως ψεύτης και καλά κάνει και δεν μου μιλάει. Το θέμα είναι ότι δεν ήταν μονάχα για το παιχνίδι. Έχει έναν τρόπο και με ελκύει με τον χειρότερο τρόπο αυτή η κοπέλα.

Πώς τα έκανα έτσι? Σκέφτομαι και αφού έδωσα μια γερή μπουνιά στον τοίχο δίπλα μου έδεσα το ματωμένο χέρι μου και κοιμήθηκα.

______________________________________
Part 5
Είχα υποσχεθεί Τζακ pov οπότε ορίστε. Τα λέμε στο 6. Φιλιά.🖤

Η Κατασκήνωση... Where stories live. Discover now