Αλκοολικές οι νύχτες..

6.1K 404 4
                                    

Ήταν εννιά το βράδυ. Οι ομαδάρχες είχαν αναφέρει πως έπρεπε να ήμασταν όλοι στα δωμάτια μας από τις δέκα και μετά. Ουαου θα ξεφαντώσουμε και σήμερα. Καθόμουν σε ένα παγκάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού μας. Καθόμουν μόνη και κοίταζα τον ουρανό. Όλα ήσυχα και υπέροχα. Ζούσα για στιγμές σαν αυτή.

Ένας ήχος από γυαλί που σπάει ακούστηκε και με απέσπασε από την γαλήνη μου. Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος που ακούστηκε ο ήχος. Όταν το κοίταξα προβληματίστηκα. Ήταν ένα μπουκάλι μπύρας και βρισκόταν πεσμένο και σπασμένο στο έδαφος. Και δίπλα του στεκόταν εκείνος.
Άντε πάλι θα μπλέξουμε. Τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα και κοίταζε με ένα ουδέτερο βλέμμα προς τα εμένα. Ήταν μεθυσμένος. Το διέκρινε κανείς από χιλιόμετρα. Μα πώς? Περπάτησε προς το μέρος μου και εγώ έκανα βήματα προς τα πίσω.
"Πάλι εσύ?" Είπε και κούνησε το κεφάλι του.
"Δεν βαριέσαι να τσακωνόμαστε κάθε φορά?" Του είπα και έκανα να φύγω αλλά... με έπιασε από το χέρι και με γύρισε ξανά προς το μέρος του.
"Ξέρεις τι? Τουλάχιστον έχεις ενδιαφέρον."
"Άσε με. Τώρα."
"Δεν μου είπες το όνομα σου ακόμη."
"Γιατί σε νοιάζει τόσο?" Είπα. Και ήμουν έτοιμη να ουρλιάξω για να έρθει κάποιος και να τον απομακρύνει από πάνω μου.
"Μα δεν με νοιάζει. Ξέρω πολλά παραπάνω γυναικεία ονόματα από όσα χρειάζομαι. Και αυτά μόνο για έναν λόγο." Εντάξει αυτό ήταν. Το γόνατο μου κατευθύνθηκε προς την ευαίσθητη περιοχή του και αυτός με άφησε και έβγαλε κάτι περίεργους ήχους προσπαθώντας να μην ουρλιάξει από
τον πόνο.

Έτρεξα προς το σαλόνι από όπου ήθελα να πάρω κάνα αναψυκτικό. Τότε πρόσεξα πως στο ψυγείο υπήρχαν μπύρες και φαντάστηκα ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε εμείς αφού και ο Τζακ είχε γίνει λιώμα. Τι μαλάκας και αυτός δεν μπορούσε να με αφήσει στην ησυχία μου βραδιάτικα.

"Μια μπύρα θα θελα."
Καλά το είπες θα θελες. Κατασκήνωση είμαστε Όχι μπαρ." Είπε ο 'ευγενέστατος' μπάρμαν.
"Μααα." Ψιθύρισα απορημένη και δεν με άκουσε νομίζω. Ένα αγόρι τότε μου έκανε νόημα και πήγα προς το μέρος του.
"Μπύρα αν άκουσα καλά?"
"Ναι?" Του απάντησα κάπως ερωτηματικά αφού δεν ήξερα τι θα έκανε. Πήγε προς το ψυγείο και έβγαλε μια. Χωρίς να την δει ο άλλος ο προϊστάμενος του μάλλον, μου την έδωσε.
"Ευχαριστώ αλλά αυτό δεν θεωρείται κλοπή?"
"Ε νταξει θα μου το χρωστάς. Και όχι γιατί υποτίθεται δουλεύω κατά κάποιον τρόπο εδώ."
"Άστο άμα είναι να χρωστάω δεν χρειάζεται." Είπα και του έδωσα πίσω την μπύρα.
"Μα δεν εννοούσα αυτό. Έλα στις 11 στο γήπεδο. Μην ανησυχείς απλά για παρέα." Άρχισε να φτιάχνει η βραδιά.
"Εντάξει." Είπα και έφυγα με την μπύρα μου.
Δεν σκόπευα να πάω αλλά ήταν κοντά στην ηλικία μου και δεν φοβόμουν μήπως δημιουργήσει μη θελητές καταστάσεις.

Η Κατασκήνωση... Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα