Κεφάλαιο XXV

1.6K 129 2
                                    

Τα μαύρα συννεφα αποτελούσαν μια πλήρη απεικόνιση του εαυτού της . Ήταν κι αυτά μουντά και μόνα , παρεξηγημένα και παραμελημένα από τους πάντες . Η βροχή ήταν αποτέλεσμα της θλίψης τους , όπως ήταν και τα δικά της δάκρυα όλα αυτά τα χρόνια . Δεν θα ξανάεκλαιγε , το είχε ορκιστεί . Και όμως οι τελευταίες μέρες την είχαν καταρρακώσει ,είχαν ρίξει τος άμυνες της . Αναρωτιόταν τι την είχε οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση . Σε μια εσωτερική μαζί με το πικρό παρελθόν και το απρόβλεπτο παρον . Ποια θεία δύναμη την είχε ωθήσει στο να δεχτεί να μείνει σε αυτό το διαμέρισμα ,ξανά , μετά από 7 ολόκληρα χρόνια .
Αναπολουσε τις ήρεμες μοναχικές της μέρες στην φλωρεντια , εκεί που σχεδόν κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη της , εκεί που όλα κυλούσαν πιο ήρεμα . Εύχονταν βαθειά μέσα της να μην είχε πάρει την αναθεματισμένη απόφαση να γυρίσει πίσω . Έπρεπε να είχε δεχθεί την πρόταση που είχε λάβει από το πανεπιστήμιο της και να συνέχιζε το μεταπτυχιακό της εκεί .
Τόσα όνειρα που έβλεπε να γκρεμίζονται μπροστά της , καθώς προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη την ζωή της .
Ήταν πάντα μόνη . Κι όμως κατάφερνε να έχει μια μοναδική ηρεμία παι τάξη στο εσωτερικό της . Της άρεσε να μένει με τον εαυτό της .
Όλα είχαν ανατραπεί ξανά τόσο γρήγορα που ακόμη δυσκολευόταν να το συνηδειτοποιησει . Οι άνθρωποι από τους οποίους χρόνια κρυβόταν τη απειλούσαν , ενώ ο άντρας που κατέστρεψε κάθε ερωτική της επιθυμία είχα ξαναμπεί δυναμικά στη ζωή της .
Ήταν σχεδόν τρελό εάν το σκεφτόταν κανείς . Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα είχε βρεθεί τόσο κοντά του που κανείς θα νόμιζε πως τίποτα μεταξύ τους δεν είχε συμβεί .
Είχε η ίδια παρατηρήσει πως ο Αλεξ ήταν μαζί της τρυφερός , τέλειος διαφορετικός από τότε . Την άφηνε στην ηρεμία της , αλλά αναζητούσε παράλληλα της συντροφιά της με την κάθε ευκαιρία . Ειδικά τα βραδιά . Εκείνες οι άβολες στιγμές που την έκαναν να κοκκινίζει και να ντρέπεται ανεπανόρθωτα .
Το να βρίσκεται σε αυτό τον γνώριμο χώρο της ήταν το πιο δύσκολο από όλα . Κάθε γωνία του διαμερίσματος της θύμιζε ένα κομμάτι από μέρες εφιαλτικές . Πάλευε μέσα της για να τα καταφέρει , να δείξει πως δεν επιρρεαζοταν .

Έριξε το βλέμμα της πέρα από τα πάρκα και τα ψηλα κτήρια , εκεί που ο Τάμεσης έμοιαζε ήρεμος . Λιγοστά πλοιάρια τον διέσχιζαν ήσυχα . Όλα έμοιαζαν  ιδανικά . Έμοιαζαν .
Ήταν ξανά μόνη της . Εκείνος είχε φύγει αρκετά πρωί . Τον είχε ακούσει μα δεν έδωσε πολύ σημασία . Έτσι έκανε τις μέρες που έμενε μαζί του . Έφευγε χαράματα και γυρνούσα το βράδυ , όταν νόμιζε πως εκείνη κοιμόταν . Μα η Αριάδνη τον άκουγε , παρέμενε με κλειστά τα μάτια Μα παρακολουθούσε κάθε του κίνηση .
Αρκετά βραδιά τον άκουγε να παίζει θλιμμένες μελωδίες στο πιάνο του , να πίνει ή αν χαϊδεύει τα μαλλιά της , μιλώντας της τρυφερά .
Τα μοβ της μάτια καρφώθηκαν στην πόρτα και σ την άκουγε να ανοίγει .
Αυθόρμητα ο φόβος κατέκλυσε το κορμί της , καθώς  γνώριζε πως ο Αλεξ θα ητνα στο πανεπηστημιο μέχρι το απόγευμα . Ασυναίσθητα άρπαξε το τασάκι που βρισκόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού ,σε μια απόπειρα να υπερασπιστεί τον εαυτό της εάν ήταν απαραίτητο .
Ο Αλεξ μπήκε μέσα χαρούμενος, κρατώντας σακούλες γεμάτες καλούδια στα χέρια του .
Οι τελευταίες μέρες είχαν εξυψώσει την διάθεση του ,κι ας προσπαθούσε να το κρύβει . Η μυρωδιά της να πλυμυριζει κάθε εκατοστό του σπιτιού τον γέμιζε με μια ανεξήγητη ευθυμία . Ήθελε όμως να της δίνει τον χρόνο που χρειαζόταν . Γνώριζε πως η συγχώρεση δεν είναι εύκολη , και πως θα επέτρεπε να παλέψει για εκείνη . Είχε όμως την υπομονή .
Η εικόνα της με το τασάκι ως επίδοξο όπλο τον έκανε να θέλει να γελάει . Τα μάτια του την κοιτούσαν παιχνιδιάρικα και ενθουσιασμένα , σαν παιδί που αντίκρυσε κάποιο καινούργιο παιχνίδι .
Το βλέμμα του ωστόσο σκοτείνιασε απότομα καιως αντίκρυσε τα μάτια πυο είχε ερωτευτεί τόσο πολύ να είναι βρεγμένα .
Δίχως περαιτέρω σκέψη άφησε τις σακούλες να κυλήσουν από τα κρύα του χέρια στο πάτωμα , κάνοντας έναν βαρύγδουπο ήχο να ακουστεί . Ήταν απόκοσμος , σχεδόν τρομακτικός .
Έτρεξε δίπλα της αγκαλιάζοντας την σφιχτά , χαϊδεύοντας παράλληλα τα μαλλιά της για να ηρεμίσει την ταραχή της .
«Άρια ; Τι έγινε ;»
«Με ..με τρόμαξες ..» δεν την άφησε να συναιχισει , την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του κάνοντας της νόημα για να σωπάσει . Η καρδιά του πονούσε , όπως συνέβαινε κάθε φορά πυο την έβλεπε να κλαίει . Θα προτιμούσε να παιθενει χίλιες φορές παρα να την αντικρυζει έτσι .
«Ητεμισε .. είναι δικό μου λάθος με συγχωρείς..» έσπευσε να τηβ καθησυχάσει .
«Δεν ..απλώς με ξαφνιάσες , δεν σε περίμενα νωρίς και ..»
«Τρόμαξες .»
«Ναι .. αντέδρασα ίσως υπερβολικά με συγχωρείς .»
«Μην απολογείσαι για λάθη που δεν έχεις κάνει . Έπρεπε να είχα τηλεφωνήσει , ήθελα όμως να σου κάνω έκπληξη .»
Το βλέμμα της Αριάδνης έπεσε στις πολύχρωμες τσάντες που κειτωνταν στο πάτωμα . Τα μάτια της έλαμψαν σαν μικρού παιδιού καθώς απομακρύνθηκε από κοντά τους πλησιάζοντας τες .
Ο Αλεξ χάρηκε απότομα καθώς την έβλεπε ευτυχισμένη . Κάθε της χαμόγελο θεράπευε της σκοτινιασμενη ψυχή του . Ήταν το φάρμακο του , η μοναδική του σωτηρία . Ο ήλιος που θα φώτιζε τον γαλαξία του . Το φως που ήταν απαραίτητο για την ζωή του . Χαμογέλασε .
Σαν μικρό παιδί άνοιγε τα πολύχρωμα περιτυλίγματα για να ανακαλύψει απλά αντικείμενα που λάτρευε .
Αντίκες , φωτογραφίες από διάφορες πόλεις της Ιταλίας  , βραχιόλια με απλά σχέδια , όλα έμοιαζαν φτιαγμένα για εκείνη .
Με ένα αληθινό φωτεινό χαμογελο να στολίζει τα σαρκώδη χείλη της γύρισε για να τον κοιτάξει , ξεχυλιζοντας από ευτυχία .
«Τι είναι όλα αυτά ;»
«Για εσένα . Ξέρω ποσο σου αρέσουν .»
«Δεν ήταν ανάγκη να μπεις στο κόπο . Πυτε να ξοδέψεις τα χρήματα σου .»
« δεν ήταν κόπος , το έκανα γιατί πίστευα πως θα σε χαλάρωναν .. είσαι πολύ πιεσμένη .»
« δεν μπορώ να τα δεχθώ λυπάμαι .» Σηκώθηκε όρθια κάνοντας μερικά βήματα πίσω .
«Δέξου τα σε παρακαλώ . Δεν τα πήρα με κακές προθέσεις .»
«Σου είπα δεν μπορώ !»
Γύρισε την πλάτη της σε εκείνο κοιτάζοντας έξω ακόμη μια φορά . Δεν μπορούσε να τα δεχθεί . Ποτε της δνε το είχε κάνει .
«Σταματα να είσαι πεισματάρα για μια μόνο φορά !»
«Υπάρχουν άτομα που τα έχουν περισσότερη ανάγκη από εμένα . Μπορείς να τα δώσεις σε εκείνους .»
«Βεατρίκη ..»
«Σου είπα δεν θα με φωνάζεις έτσι»
«Καλώς . Θα τα δώσω σε κάποιο ίδρυμα . Αφού αυτό είναι που επιθυμείς .»
Γύρισε σαστισμένη να τον κοιτάξει . Ήταν ίσως η η μοναδική φορά που τον έβλεπε να υποχωρεί και να ακούει την δίκη της θέληση .
«Όμως ..» είχε φτάσει πλέον δίπλα της , το κορμί του ακουμπούσε απαλά με το δικό της .
«Δεν θα αρνηθείς το τελευταίο μου δώρο»
«Και αυτό είναι ;»
«Ένα ταξίδι στην Ιταλία . Για 10 μέρες .»
«Ένα ταξίδι ; Στην Ιταλία ; Εμείς οι δυο ;»
«Ναι ... δεν έγινα αρκετά σαφής πριν ;»
«Γιατί ;»
«Νόμιζα πως ήταν η αγαπημένη σου χώρα .»
«Σε ρώτησα γιατί !»
Ο Αλεξ Ξεφυσιξε περνώντας το χειρ του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του .»
«Θα σε βοήθησε να ηρεμισεις . Θα χάσουν και τα ίχνη μας για λίγο . Προσπαθώ να μας κερδίσω χρόνο Αριάδνη .»
«Είναι ανάγκη να πάμε εκεί ;»
«Άρια μην δυσκολεύει την κατάσταση . Θα είναι για το καλό σου .»
«Δεν ξέρω .»
«Σε παρακαλώ ..»
η Αριάδνη σήκωσε το βλέμμα της πάνω στο δικό του , μετά απομακρύνθηκε σχεδόν αμέσως
«Αριάδνη ! Που πας ;»
«Να ετοιμάσω τα πράγματα μου .» Του απάντησε φυσικά πριν κλειστεί στο δωμάτιο της . Άφησε το σώμα  της να κυλήσει μέχρι το πάτωμα και το κεφάλι της να ρίξει το βλέμμα της στο ταβάνι .
«Στην ρωμη λοιπόν .» Σιγομουρμούρισε . «Εκεί που άρχισαν όλα .»

Την Παρασκευή θα μπει και άλλο κεφάλαιο . Ελπίζω να απολαύσετε αυτό μέχρι τότε
Γράψτε μου την γνώμη σας με βοηθάει πολύ 💕☺️

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now