Κι Αν

483 52 77
                                    

Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς  και εγώ καταριόμουν την στιγμή που αποφάσισα να φορέσω γόβες και να κατέβω στο Σύνταγμα για ψώνια. Όσο κι αν γνώριζα να περπατώ άριστα πάνω τους ο ολισθηρός δρόμος της Λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας μου έκανε την ζωή δύσκολη. Περπατούσα σαν ρομπότ για να μην γλιστρήσω και πέσω. Κοντοστάθηκα αναστενάζοντας μπροστά από την μεγάλη σκάλα της πλατείας Συντάγματος. Την κοίταξα με τρόμο. Φορούσα γόβες και έβρεχε. Λίγο να παραπατούσα και θα έπεφτα. Πέρασα την μεγάλη Yasicaidi μαύρη δερμάτινη τσάντα μου γύρω από το σώμα μου για να μπορώ να περπατήσω πιο άνετα. Πάλεψα τόσο να την πάρω και θα την έτρωγε η βροχή. Έριξα μια ματιά μπροστά μου. Υπήρχε πανζουρλισμός. Παραμονή πρωτοχρονιάς και οι Αθηναίοι σαν τρελαμένοι περπατούσαν για να προλάβουν τα τελευταία ψώνια των γιορτών. Είδα το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο πέρα από το χαρακτηριστικό σιντριβάνι της πλατείας που έκλεβε την παράσταση. Τα χείλια μου έσφιξαν στην θέα του. Το κοιτούσα με τόσο μίσος που τρόμαζα τον ίδιο τον εαυτό μου. Μισώ τα Χριστούγεννα , μισώ τις γιορτές και κυρίως μισώ την πολυκοσμία στο κέντρο. Χριστέ μου Αίθρα! Θυμίζεις τον Εβενέζερ Σκρουτζ.

Άφησα ένα στεναγμό αποφασίζοντας επιτέλους να κατέβω τα σκαλιά. Κατέβηκα αργά και σταθερά ένα προς ένα. Φτάνοντας στην μέση της σκάλας άξαφνα μερικοί πιτσιρικάδες με έσπρωξαν στο πέρασμα τους. Έχασα την ισορροπία μου και σωριάστηκα κατρακυλώντας στα σκαλιά. Ανάθεμα την τύχη μου πια! Πάει το παλτό μου , πάνε οι γόβες μου και πάει η υπέροχη καινούργια και πανάκριβη τσάντα μου.

Ένιωσα τόσο αισθητά το πόνο που το πρόσωπο μου δεν μόρφασε απλά , ήθελε να κλάψει από τις σουβλιές που δέχτηκαν οι γλουτοί , η πλάτη μου και τα πόδια μου. Έκανα να κουνήσω το πόδι μου όταν ένα φρικτός ήχος ακούστηκε. Πάει! Τσάκισα τον αστράγαλο μου. Πως στο καλό θα γύριζα στο σπίτι;

«Τόσο καιρό σε έψαχνα και εσύ , εσύ γλιστράς στα σκαλιά και πέφτεις θριαμβευτικά μπροστά στα πόδια μου σαν ουρανοκατέβατο δώρο.» Μίλησε κάποιος απρόσμενα. Σήκωσα το κεφάλι προς τα πάνω. Αντίκρισα ένα ψηλό μελαχρινό αξύριστο μερικών ημερών με γυαλιά να με κοιτάζει μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο.

«Συγγνώμη;» Ψέλλισα σαστισμένη και εκνευριστικά παραξενεμένη. Δεν έφτανε που τσακίστηκα έχω και τους ηλίθιους τους αθηναίους Καζανόβες να με πιάνουν στο δούλεμα.

Κάθισε στα πέλματα. «Εγώ συγγνώμη που άργησα να σε βρω.» Ψιθύρισε κοιτάζοντας με κατάματα.

Κι ΑνWhere stories live. Discover now