Δίκοπο Δίχρωμο Μαχαίρι

236 32 4
                                    

____________________________ Ριξ ___________________

"Τι στο καλό ήταν αυτοί οι κεραυνοί και γιατί μυρίζει σαν καμένο ψοφίμι"; Ένας από τους άντρες που είχαν βοηθήσει τον Σκοτ να κουβαλήσουν τον Κρις στα επάνω δωμάτια, δηλαδή εκεί που ήταν για μέρες. Ακόμα και μέσα στην ζάλη και την κούραση μου όμως μπορούσα να διακρίνω την βάση της ερώτησης του. Μετά από εκείνους τους δυο κεραυνούς τα πράγματα έγιναν υπερβολικά ήσυχα και η μυρωδιά του θανάτου, κυρίως του κάρβουνο όμως είχε γεμίσει τον αέρα.

Κατευθυνόμασταν προς την έξοδο και μετά προς ένα καταφύγιο αλλά ο ήχος από τους κεραυνούς μας σταμάτησε. Βασικά σταμάτησε εμένα που έμεινα πίσω, και ο σκουρόχρωμος τύπος προχώρησε αρκετά μπροστά για να πέσω κάτω αφού στηριζόμουν πάνω του. Ενστικτωδώς γύρισα προς μια κατεύθυνση πριν καταλάβω πως κοιτούσα ακριβώς στο σημείο που είχαν πέσει οι κεραυνοί. Τότε ήταν που σταμάτησα να σκέφτομαι, κάθε πράγμα που γινόταν γύρω μου έπαψε να έχει σημασία. Κάθε πράγμα που ένιωθα έπαψε να έχει σημασία. Κάθε άτομο που είχε πεθάνει δεν είχε σημασία. Κάθε κραυγή πόνου, θλίψης και απώλειας δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν, όχι η θέληση να προστατέψω που ένιωθα τώρα. Αλλά η δίψα για αίμα που ερχόταν μέσα από την θέληση για εκδίκηση και γινόταν η ασπίδα με την οποία ήθελα να προστατέψω.

Δίχως δισταγμούς, χωρίς κανέναν δεσμό με την πραγματικότητα, τα μάτια μου σταμάτησαν να βλέπουν τον κόσμο που θα έβλεπε κανείς κανονικά. Πλέον έβλεπα μόνο το άτομο που θα βρισκόταν πίσω από την ασπίδα του σώματος μου, όλους όσους θα ήταν απειλή για αυτό το άτομο... Και το όπλο με το οποίο θα σκότωνα όποιον προσπαθούσε να μπει στον δρόμο μου.

Σηκώθηκα από το βρεγμένο ακόμα έδαφος και άπλωσα το δεξί μου χέρι στον αέρα. Αμέσως φλόγες τύλιξαν την παλάμη μου και απλώθηκαν στον αέρα αποκαλύπτοντας ένα μαύρο κατάνα με μαύρη λαβή και λευκή κόψη που ήταν τόσο οικείο σαν να το είχα για όλη μου την ζωή. Χωρίς να χασομεράω γύρισα το κατάνα στο χέρι μου σε ανάποδη λαβή, το έφερα πίσω από το σώμα μου και άρχισα να τρέχω προς το σημείο που ήξερα πλέον πως βρισκόταν η Άρσα.

Στον δρόμο μου δεν πήρα τα μάτια μου από τον προορισμό μου ούτε στιγμή καθώς ακροτηρίαζα τον ένα εχθρό μετά τον άλλον. Ήταν σαν να έκοβα το πιο μαλακό φρούτο με το πιο κοφτερό μαχαίρι στον κόσμο, μόνο που ήξερα πως μπορούσα να κόψω τα πάντα με αυτό το σπαθί, το ήξερα καλύτερα από τον καθένα. Έκανα εκατό μέτρα απόσταση μέσα σε δέκα πέντε δευτερόλεπτα ενώ παράλληλα σκότωνα τους δώδεκα άντρες που ήταν αρκετά άτυχοι ώστε να βρεθούν σε απόσταση δυο μέτρων από εμένα.

Διχασμένος (Ο Μαύρος Λύκος Βιβλίο 2) Now Completed Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα