«Καλά, θα σου πω» λέω. Παίρνω άλλη μια βαθιά ανάσα και με το στομάχι μου να δένετε σε έναν γερό κόμπο, λέω: «Νομίζω πως ο Τριστάνο προσποιείται τον ερωτευμένο μαζί μου για να αποσπάσει πληροφορίες. Φυσικά εγώ δεν υποκύπτω σε κάτι τέτοια».

  Η Οριάνα απομένει να με κοιτάζει με έκφραση ουδέτερη. Ωχ, όχι! Δεν το πίστεψε, θα καταστραφούμε και οι δύο! Η καρδιά μου χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς, καθώς αναλογίζομαι τα όσο θα μας συμβούν εάν αποκαλυφθούν τα συναισθήματά μας. Θα μας εξορίσουν, θα μας χώσουν σε κελιά, δεν θα ειδωθούμε ποτέ ξανά. Το τελευταίο μου προκαλεί ένα ανεπαίσθητο ρίγος.

  «Και πως ξέρεις ότι προσποιείται;» λέει τελικά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

  «Το κατάλαβα, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο» απαντάω με το στομάχι μου να συνεχίζει να σφίγγεται ανεξέλεγκτα. Οι ματιές μας συναντιούνται και καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να διαβάσει το βλέμμα μου.

  Έπειτα από μερικά λεπτά νεκρικής σιγής, λέει: «Απλώς να προσέχεις, Καρίνα. Δεν είστε τίποτα άλλο παρά αντίπαλοι, μη το ξεχνάς αυτό».

      Κατανεύω απορροφημένη από τις σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό μου. Πρέπει να ακολουθήσω τη συμβουλή της, διαφορετικά μπορεί να μην ξανά αντικρίσω τα όμορφα μάτια του Τριστάνο.

***

Επέστεψα σπίτι και με ψεύτικες δικαιολογίες, απέκρυψα από τους γονείς μου την τετράωρη επίσκεψή μου στο νοσοκομείο. Τους είπα μια ψεύτικη εκδοχή των όσων διαδραματίστηκαν, ότι δηλαδή δεν κατάφερα να περάσω με επιτυχία τη δοκιμασία απέναντι σε φωτιά και βρέθηκα με καμένο χέρι. Ευτυχώς το πίστεψαν.

  Ρίχνω το ταλαιπωρημένο σώμα μου πάνω στο κρεβάτι και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα. Το χέρι μου εξακολουθεί να τσούζει, αλλά προσπαθώ να το αγνοήσω. Προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου τη ζεστή αίσθηση που με κατέλαβε όταν ο Τριστάνο με τύλιξε στην αγκαλιά του πριν μόλις δύο ώρες. Άραγε ένιωσε κι εκείνος να ηλεκτρίζεται και να καταλαμβάνεται από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα; Ή μήπως… όντως προσποιείται τον ερωτευμένο για να αποσπάσει πληροφορίες; Θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο σκληρό, θα μπορούσε ποτέ να παίξει με τα συναισθήματα μου; Θα μπορούσε.

      «Καρίνα» ακούω τον πατέρα μου να ψιθυρίζει. Δεν απαντάω. Έχω ανάγκη να μείνω μόνη και να σκεφτώ τι θέλω και τι πρέπει να κάνω στη συνέχεια.

      Ακούω βήματα και προτού προλάβω να προσδιορίσω ποια κατεύθυνση ακολουθούν, το πάπλωμα εξαφανίζεται από πάνω μου. Σφραγίζω βιαστικά τα μάτια μου, προσποιούμενη ότι κοιμάμαι, αλλά ξέρω ότι είναι ήδη αργά.

Τα Τέσσερα Στοιχεία Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα