Κεφάλαιο 4

4.4K 387 13
                                    

Ξυπνάω με τον ήχο ενός τρυπανιού. Βρίζω μέσα απ’ τα δόντια μου και χώνω το πρόσωπό μου κάτω από το μαξιλάρι για να καταφέρω να ξανακοιμηθώ. Νιώθω γεμάτη ενέργεια, αλλά δεν έχω όρεξη να σηκωθώ και να πάω για το συνηθισμένο, πρωινό τρέξιμο με τον πατέρα μου.

 Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να κοιμηθώ, ανακάθομαι πάνω στο στρώμα και διώχνω το σεντόνι απ’ τα πόδια μου, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα στον κρύο αέρα που τρυπώνει απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο. Απέναντι απ’ το κρεβάτι, είναι κρεμασμένος ένας μακρύς καθρέφτης, έτσι επικεντρώνω την προσοχή μου στη νεαρή κοπέλα που καθρεφτίζεται στο εσωτερικό.

  Κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ένα ξύλινο, μονό κρεβάτι με τα χέρια της δεμένα στη μέση. Τα μαλλιά της είναι ανακατεμένα απ’ τον ύπνο, ωστόσο δεν χάνουν τη λαμπερή, καστανόξανθη λάμψη τους. Παρατηρώ πόσο έντονα είναι τα μάτια της καθώς μου ανταποδίδουν το βλέμμα. Έχουν μια ιδιαίτερη απόχρωση. Δεν είναι ακριβώς γαλάζια, έχουν περισσότερο γκρίζο στο εσωτερικό τους. Οι χρήστες του Νερού έχουν πάντα σκούρο γαλάζιο, εκείνο όμως είναι πολύ διαφορετικό. Ο πατέρας μου λέει πως οφείλεται στις δυνάμεις του πάγου, ενώ η μητέρα μου στο γεγονός ότι είμαι μία απ’ τους Ξεχωριστούς. Ίσως οφείλεται και στα δύο.

 Τα μάτια μου μετακινούνται προς τα κάτω και χαμογελάω. Βλέπω τη μύτη του ειδώλου μου, παρατηρώντας προσεκτικά τον τρόπο που στρέφεται προς τα πάνω στην άκρη. Είναι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που έχω πάρει απ’ τη μητέρα μου. Το μοναδικό σημείο που έχω κλέψει απ’ τη μεριά του πατέρα και είμαι πολύ υπερήφανη γι’ αυτό, είναι τα χείλη. Δεν είναι μεγάλα, αλλά ούτε και μικρά. Έχουν το σωστό μέγεθος και προσδιορίζουν την τελειότητα. Μου αρέσει να τα βάφω κόκκινα, τα κάνει να δείχνουν σαρκώδη.

  Ακούω το χτύπημα του κουδουνιού και τινάζομαι απότομα. Κάποιος ήρθε. Ξέρω ότι δεν είναι οι γονείς μου διότι πρώτον, έχουν πάντα κλειδιά και κατά δεύτερον, δεν χτυπάν ποτέ το κουδούνι γνωρίζοντας ότι κοιμάμαι.

  Σηκώνομαι γρήγορα και κατευθύνομαι ελαφροπατώντας προς την ντουλάπα. Βγάζω μια ροζ φόρμα και ένα άσπρο, μακό μπλουζάκι. Αφού το φοράω, αρπάζω την ζακέτα μου απ’ την κρεμάστρα και τρέχω προς το μπάνιο. Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και στη συνέχεια πιάνω τα μαλλιά μου σε μια χαμηλή αλογοουρά. Ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να κατεβαίνω δύο-δύο τις σκάλες.

  Μόλις φτάνω και στο τελευταίο σκαλοπάτι, ρίχνω μια ματιά προς την εξώπορτα. Ο πατέρας μου στέκεται στο άνοιγμα, εμποδίζοντάς με να δω ποιος είναι.

Τα Τέσσερα Στοιχεία Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα