Από τότε, κάθε καλοκαίρι που συναντιόνταν σαν παιδιά, έπαιρναν χαρούμενοι τα ποδήλατά τους και ξεχύνονταν στους δρόμους, τις πλατείες, τα στενά σοκάκια γεμάτοι ενθουσιασμό, ενώ άλλοτε πάλι χάνονταν στα καλντερίμια παίζοντας κρυφτό, παιχνίδια με την μπάλα ή μπουκάλα, γεμίζοντάς την ψυχή της ενθουσιασμό, χαρά και ζωντάνια....

Εκτός....από εκείνο το καλοκαίρι των δεκαέξι της χρόνων....Εκείνο που είχε στιγματίσει την μέχρι τώρα ζωή της και είχε μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό της, καθώς όλα από τότε είχαν πια αλλάξει και τίποτε δεν προμήνυε την αναστάτωση που θα έφερνε στην παιδική ακόμα ψυχή της.

Θυμόταν και πάλι εκείνη την πρώτη ματιά της καλοκαιρινής τους συνάντησης, όπου οι εξωτερικές αλλαγές πάνω τους ήταν τόσο φανερές, ώστε έμειναν αμίλητοι χωρίς να ξέρουν πού να δώσουν την περίφημη όπως έλεγαν... αρχηγία. Ενα "έθιμο" απαράβατο για όλους στην πάροδο του χρόνου, όπου ένας μονάχα στεφόταν αρχηγός, εκείνος που πάνω του είχε φανεί πιο πολύ η αλλαγή του χρόνου. Τότε που, ο πιο μεγάλος της παρέας, ο κολλητός της φίλος ο Αλέξης, είχε την φαεινή ιδέα για πρώτη φορά να κάνουν το εντελώς αντίστροφο. Να γίνει αρχηγός αυτός που είχε τις λιγότερες αλλαγές. Και έτσι, είχε γίνει η ίδια.... Μόνο που αυτό, αντί να την κάνει να χαμογελάσει, την είχε στεναχωρήσει πολύ, γιατί απλά σήμαινε πως παρέμενε ακόμα ένα παιδί. Και εκείνη βιαζόταν τόσο πολύ να μεγαλώσει.....

Θυμόταν και πάλι τα παιχνίδια τους, τα γεμάτα γέλια και ενθουσιασμό που εκείνο το καλοκαίρι είχαν πια αλλάξει. Γιατί τα κορίτσια ασχολούνταν πλέον περισσότερο με το αν ήταν όμορφες, αν θα άρεσαν σε κάποιο αγόρι και πότε θα έβγαιναν επιτέλους το πρώτο τους καλοκαιρινό ραντεβού, ενώ τα αγόρια μιλούσαν διαρκώς για αυτοκίνητα, γρήγορες μηχανές και φυσικά γυναίκες, ονομάζοντάς τες βέβαια κάπως διαφορετικά....

Και εκείνη βρισκόταν κάπου στη μέση, χωρίς να ξέρει πια σε τι κατηγορία ανήκε, σ' εκείνη του κοριτσιού που μεγαλώνει ή του αθώου παιδιού που ονειρευόταν ακόμα βόλτες με το ποδήλατό του. Και μάλλον ίσχυε το δεύτερο, αφού ελάχιστα την ενδιέφερε αν έπρεπε να βάλει μίνι ή να βάψει τα χείλη της, για ν' αρέσει σε κάποιον. Μονάχα ένας ήθελε να την εγκρίνει και αυτός ήταν ο Αλέξης!

Εκείνος που είχε αρχίσει πια να στοιχειώνει τα όνειρά της με τρόπο εντελώς διαφορετικό και ....εντελώς ανάρμοστο! Και εκείνος, ειδικά εκείνο το καλοκαίρι, θαρρείς και το καταλάβαινε, είχε αρχίσει χωρίς λόγο να την αποφεύγει! Και αργότερα μονάχα έμαθε πως έβγαινε με μια κοπέλα από τη Σκιάθο, μεγαλύτερή του ένα χρόνο, ψηλόλιγνη, γυμνασμένη και το κυριότερο, έμπειρη όπως έλεγαν με ζήλια όλα τα υπόλοιπα αγόρια της παρέας ..... Ο Αλέξης, ο δικός της Αλέξης έβγαινε με ένα κορίτσι δεκαεννιά ετών που του μάθαινε όλα τα "κόλπα" της ενήλικης ζωής! Είχε θυμώσει τότε πολύ μα η Μαργαρίτα, της είχε πει πως δυστυχώς δεν μπορούσε ακόμα να κάνει τίποτε γιατί....οι άντρες θέλουν πολλά περισσότερα και πηγαίνουν μ' εκείνες που τα δίνουν.... Ε, λοιπόν, ήξερε και η ίδια να φέρεται έτσι αν ήθελε! Ήξερε και θα το έκανε αν αυτό σήμαινε πως θα τον είχε και πάλι δίπλα της! είχε απερίσκεπτα σκεφθεί και είχε βάλει σ' ενέργεια το τολμηρό σχέδιό της...

Και δυστυχώς, το είχε κάνει πράξη! Ένα απόγευμα, που εκείνος ήταν μόνος του στο σπίτι των γονιών του, πήγε να του κάνει επίσκεψη. Μα αυτή τη φορά, ήταν αλλιώτικα ντυμένη. Με ένα τιραντέντιο κοντό μίνι φόρεμα, χωρίς σουτιέν, για να τονίζεται περισσότερο το στητό της στήθος -όπως χαρακτηριστικά έλεγε η Μαργαρίτα- πέρασε την πόρτα του σπιτιού του, τάχα μου, για να ρωτήσει κάτι. Μα εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να την κοιτάξει λίγο, όπως εκείνο το κορίτσι που του είχε πάρει τα μυαλά. Και σε κάποια στιγμή, όταν βρέθηκαν δίπλα δίπλα και πάλι να κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα, γύρισε και τον κοίταξε όλο λαχτάρα στα μάτια.

«Αλέξη; Μ' αγαπάς έστω και λίγο;» τον είχε ρωτήσει παραπονιάρικα, περιμένοντας με αγωνία την απάντησή του.

«Τι λες βρε κουτό; Εσύ δεν είσαι η καλύτερή μου φίλη;» της είχε απαντήσει γεμάτος τρυφερότητα. Μα εκείνη δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Δεν ήθελε να την κοιτάζει σαν ένα αντικείμενο μα σαν γυναίκα! Και του το είπε....Απομακρύνθηκε τότε ελάχιστα από κοντά του και με την καρδιά της να χτυπά σαν ταμπούρλο, άρχισε να κατεβάζει τις τιράντες του φορέματός της μία μία.

«Γιατί δεν με θες Αλέξη; Δεν σου αρέσω καθόλου λοιπόν;» ξεστόμισε με παράπονο και πάλι αφήνοντας το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα και ν' αποκαλύψει το άγουρο κορμί της. Ναι, μπορεί να ήταν μικρή μα ήξερε τι έκανε και ήθελε να το κάνει μονάχα για να του αποδείξει πως και εκείνη ήταν πια γυναίκα, πως και εκείνη μπορούσε να του δώσει ότι έβρισκε αλλού, αρκεί να της το ζητούσε.....Τον είχε κοιτάξει για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα να στέκεται εκεί, σαν στήλη άλατος παρατηρώντας την γεμάτος έκπληξη πριν καταφέρει με τρεμάμενη φωνή να της μιλήσει....

«Τι κάνεις Νεφέλη! Δεν σου ταιριάζουν εσένα αυτά!..... Δεν τα έχεις ανάγκη!.....» ψιθύρισε τόσο κοντά της, που σχεδόν άκουγε τους χτύπους της καρδιά του. «Έλα, πήγαινε σπίτι σου! Και όσο για το αν σ' αγαπώ.... νομίζω πως αυτό το ξέρεις....» της είχε πει διφορούμενα και το επόμενο λεπτό είχε φύγει μακριά της. Εντελώς μακριά, γιατί μετά από αυτό, δεν τον ξαναείδε πια. Αναχώρησε την επόμενη κιόλας μέρα, για ένα κολέγιο στην Αγγλία όπου θα σπούδαζε μια και ήταν ήδη δεκαοχτώ ετών....



Ελπίζω να σας άρεσε!

Τα Καλοκαίρια της καρδιάς μου...Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα