Κεφάλαιο 48ο

30K 2.4K 418
                                    

Κοιτούσα γύρω μου πανικοβλημένη.

Η Αθανασία προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

"Τι στον διάολο γίνεται;" αναφώνησα αφήνοντας ό,τι κρατούσα στην καρέκλα μου.

"Ολόκληρο νοσοκομείο δεν έχει μια γεννήτρια;!" γάβγισε ένας μπάτσος.

Ένα κοπάδι από νοσοκόμες έτρεξαν από μπροστά μας και μπήκαν μέσα απ' την πόρτα που οδηγούσε στο χειρουργείο.

Γιατί πανε εκεί;

Για τον Βίκτωρ πάνε;

Πήρα μια βαθιά ανάσα.

Α, δεν με βλέπω καλά.

Απαπα. Λες να είναι που έδωσα αίμα;

Ή το άγχος;

Ένιωσα τα γόνατα μου να λύνονται και μετά τέζα.

Καλά, είσαι ηλίθια παιδάκι μου;!

Ο Βίκτωρ είναι σε σοβαρή κατάσταση στο χειρουργείο κι εσύ πας και λιποθυμάς;

Ξύπνα αμέσως.

Σε διατάζω να ξυπνήσεις.

Άνοιξα τα μάτια μου, η Αθανασία με ράντιζε με νερό.

"Σιγά παιδάκι μου, δαιμονισμένη είμαι;" παραπονέθηκα και τραβήχτηκα μακριά.

"Είσαι καλά;" ρώτησε.

Ένεψα καταφατικά. Κάθισα καλύτερα στην καρέκλα του διαδρόμου. Τα φώτα ήταν ακόμη κλειστά, ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει.

"Πρέπει να σε πάω σπίτι, έδωσες πολύ αίμα και θα καταρρεύσεις ξανά"

"Ούτε που να το σκέφτεσαι" απάντησα και ξερόβηξα.

"Πώς είναι ο Βίκτωρ; Τι έγινε;" ρώτησα αγχωμένη.

"Στο χειρουργείο ακόμη" απάντησε.

"Γιατί τα φώτα είναι κλειστά ακόμη; Το χειρουργείο; Οι άλλοι που είναι;"

Είμασταν μόνες στον διάδρομο.

"Είναι σε καλά χέρια, κάτι έγινε μόνο στα φώτα του διαδρόμου" απάντησε και με κοίταξε. "Κάποιοι συνάδελφου του Βίκτωρ βρίσκονταν στην είσοδο και νόμιζαν πως είδαν το βαν απ' την ληστεία κι έφυγαν όλοι για να το ερευνήσουν"

"Και γιατί είμαστε ακόμη εδώ;!" αναφώνησα.

"Ρε Αντριάνα μου, πήγαινε για λίγο σπίτι και θα μείνω εγώ έδ..." άρχισε πάλι μα την διέκοψα.

"Δεν με νοιάζει, δεν φεύγω μέχρι να σιγουρευτώ πως είναι καλά"

"Πάρε την μητέρα σου τηλέφωνο τουλάχιστον"

Μπάτσο, μωρό μου!Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα