Η έρημος των Ονείρων

14 2 1
                                    


Ξύπνησα από το γοερό αέρα σε ανάμειξη με σκόνη και καπνούς που θύμιζαν το θανατηφόρο πεδίο γύρω μου. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί. Κινδύνευα. Για πόσο θα κρυβόμουν από τους μαυροντυμένους καβαλάρηδες των όπλων. Έφτασα στα τελειώματα της αδικοχαμένης πόλης μου. Πέρασα τη νοητή γραμμή των συνόρων. Μέχρι πριν είχε σπίτια από τη μια και όμορφες αλάνες από την άλλη. Τώρα πέτρες απ' τη μία πέτρες και απ' την άλλη. Ώρες αργότερα, μέσα στην ουτοπική κατάσταση του χρόνου και του τόπου με βρήκαν εθελοντές διασώστες που είχαν επισπεύσει εδώ στη πατρίδα λίγους μήνες νωρίτερα για να βοηθήσουν προσφέροντας φιλανθρωπικό έργο, δηλαδή μια κουβέρτα, ένα πιάτο και μια ζεστή καρδιά.

Με μετέφεραν μακριά, σ' άλλο έδαφος, ειρηνικό το έλεγαν ακόμη. Εκεί με ανέλαβε η πρόνοια. Ψυχρό το δωμάτιο. Το μόνο που διέκρινες ήταν ένα μονό κρεβάτι με ένα μικρό κομοδίνο στα δεξιά του. Πάνω από το κρεβάτι ένα σκουριασμένο παράθυρο που έβλεπε σε μια έρημο. Το δωμάτιο μου είχε τον αριθμό 624. Ήταν στον 6ο όροφο. Είχε πολλά δωμάτια. Κάθε δωμάτιο και μια πονεμένη ιστορία από την πατρίδα μου. Τη Συρία. Αυτή την πονεμένη στεριά. Το χώμα της ποτέ δεν είχε ησυχάσει. Εμποτισμένο από το Συριακό αίμα. Χιλιάδες Σύριοι σφάγιαζαν ο ένας τον άλλον. Αδέλφια μεταξύ τους. Παιδία μεταξύ τους. Ο ένας της κυβέρνησης ο άλλος αντάρτης, από παντού φανατικοί, γινόταν ένα αιματοκυλισμένο πανδαιμόνιο σ' αυτή τη δύσμοιρη γη.

Το παράθυρο ήταν η μόνη μου παρηγοριά. Σε αυτή την απέραντη κοιλάδα της ερήμου κατασκεύαζα την ήσυχη και πολυαγαπημένη γειτονιά που άφησα πεθαμένη πίσω μου. Στη πατρίδα μου. Από μακριά έβλεπα το μικρό μου φτωχικό σπιτάκι να πλημυρίζει από τα γέλια και τις φωνές των παιδιών. Η μητέρα να μαγειρεύει κι εγώ με τον αδελφό μου έξω, στις αλάνες. Όμορφες στιγμές. Τώρα πια, όλα ήταν μια ανάμνηση.

Έμεινα κάμποσες μέρες στο δωμάτιο. Μας έβγαζαν μόνο το πρωί στο μεγάλο προαύλιο για να κάνουμε βόλτες. Μας τάιζαν ψωμί και όποιος ήταν τυχερός προλάβαινε και κονσέρβα. Ζούσαμε σαν φυλακισμένοι. Σαν το ξενιτεμένο πουλί που το φυλάκισαν σε ένα απέραστο κλουβί.

Αποχαυνωμένη από την μυθοποιημένη γειτονιά μου συνήλθα μόνο όταν ακούστηκε ο εκκωφαντικός ήχος της σιδερένιας πόρτας του δωματίου μου...


Εshal: λουλούδι τ' ουρανού[#Wattys2016]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα