Ο Άγγελος ξεφύσηξε.
«Αχ, τι σκύλα πια αυτή η Παπαδάκη!» είπε ενοχλημένος. «Άκου να μας βάλει και διαγώνισμα! Αυτή η γυναίκα θέλει να μας δεί να παίρνουμε όλοι μηδέν!»
Ο Ιάσονας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, δείχνοντας πως συμφωνούσε. Στην έξοδο του σχολείου, τα μάτια και των δυο τους έπεσαν στην αφίσα για τον επερχόμενο χορό τελειόφοιτων του σχολείου τους, που ήταν σε δύο εβδομάδες.
«Να σου πω, ρε Άντζελο» ρώτησε ο Ιάσονας τον φίλο του. «Εσύ σκοπεύεις να πας;»
«Φυσικά, ρε. Όχι παίζουμε!» έκανε ο Άγγελος και, ίσως ασυναίσθητα, κορδώθηκε λιγάκι. «Έχω σκεφτεί μέχρι και από ποια θα ζητήσω να με συνοδεύσει!»
Ο Ιάσονας ανασήκωσε το φρύδι του.
«Σώπα. Από ποια;» ρώτησε.
Ο Άγγελος χαμογέλασε. Ετοιμάστηκε να απαντήσει αλλά τελικά του έκανε απλώς νεύμα να κοιτάξει πίσω.

Η παρέα των πιο «δημοφιλών» και «κουλ» παιδιών της τάξης τους κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τις σκάλες, πηγαίνοντας προς την έξοδο. Την αποτελούσαν τόσο αγόρια όσο και κορίτσια, και όλα τα μέλη της ανήκαν στη λίστα των ανθρώπων στο σχολείο που ο Ιάσονας έκανε τα πάντα για να αποφεύγει. Μπροστά μπροστά πήγαινε φυσικά η Μαρίνα, η υποτιθέμενη ωραιότερη του σχολείου, περπατώντας με έναν αέρα ανωτερότητας δίπλα στο αγόρι της, τον Θάνο. Ο Θάνος γέλασε βλέποντας τους δύο φίλους στην πόρτα.
«Τι έγινε, ρε αλάνια; Κοιτάζετε την αφίσα του χορού και σκέφτεστε ότι δε θα βρείτε ποτέ κορίτσι να δεχτεί να πάει μαζί σας;» έκανε κοροϊδευτικά, δίνοντας και στους δύο από ένα δυνατό, δήθεν φιλικό, χτύπημα στην πλάτη, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας του γελούσαν υποτιμητικά.

Ο Άγγελος παρ’ όλα αυτά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του φίλου του, χαμογέλασε στη Μαρίνα και τη χαιρέτησε για καλό μεσημέρι. Καθώς η παρέα έφευγε, ο Ιάσονας του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα.
«Ρε Άγγελε, δεν πιστεύω να...»
«Ω, ναι» τον έκοψε εκείνος. «Θα καλέσω στον χορό τη Μαρίνα».
«Αφού αυτή είναι με τον Θάνο».
«Α, καλά, Τζέισον. Πού ζεις εσύ; Έχουν χωρίσει εδώ κι έναν μήνα σχεδόν! Καλά ε, δεν παρακολουθείς τίποτα από τα κουτσομπολιά του σχολείου! Ντιπ για ντιπ άσχετος που λέμε! Τέρμα ασχετοσύνη που λε-»
«Εντάξει, ρε ηλίθιε, το κατάλαβα!» τον διέκοψε ο φίλος του πειραγμένος.

Οι δυο τους βγήκαν από το σχολείο επιτέλους, περνώντας απέναντι τον δρόμο για να συνεχίσουν προς τα σπίτια τους. Η πόλη ήταν σχετικά ήρεμη το μεσημέρι, πολλά μαγαζιά έκλειναν για μερικές ώρες και στους δρόμους κυκλοφορούσαν σχεδόν μόνο αυτοκίνητα και άνθρωποι που επέστρεφαν στο σπίτι απ’ τις δουλειές τους και το σχολείο. Ο Ιάσονας και ο Άγγελος περπατούσαν τώρα προς μια μεγάλη πλατεία με πάρκο στο κέντρο της και μαγαζιά τριγύρω. Το ένα απ’ αυτά, ένα μανάβικο, ανήκε στους γονείς του Άγγελου.
Ο ξανθός νεαρός σταμάτησε ακριβώς μπροστά και χαιρέτησε τον φίλο του με αντρική αγκαλιά.
«Και μην το ξεχάσεις, ε; Αύριο θέλω βοήθεια. Θα ζητήσω από τη Μαρίνα να πάμε μαζί στον χορό! Πρέπει οπωσδήποτε να με σαπορτάρεις!»

ΑστερόπηWhere stories live. Discover now