Chapter 8🌿

41 6 43
                                    

15 χλμ Ρεθύμνου Ηρακλείου
Οινοποιείο Δαμαβολίτη

Τα αδέρφια της την αφήνουν στο γραφείο για αρκετή ώρα μόνη. Εκείνη κάνει τον κύκλο μπαίνοντας πίσω από την ξύλινη επιφάνεια. «Ωραία είναι αυτοί εδώ. Γιατί δεν ερχόμουν τόσο καιρό;» Αναρωτιέται με έναν παιδιάστικο τρόπο και φέρνει σβούρα την καρέκλα.

Την ίδια ώρα, ο Μανούσος μπαίνει ξαφνικά στο γραφείο της. «Αγγελική ίντα κάμεις;» Την ρωτάει.

Στα χέρια του κρατάει έναν φάκελο χρώματος μπλε. «Πράμα, σε ανήμενα. Μου έφερες τσι μετρήσεις;» Τον ρωτάει εκείνη.

«Ναι. Αλλά δεν τις καταλαβαίνω» Της λέει. «Τις είδε ο χημικός αλλά θέλω να τις ρίξεις και εσύ μια ματιά»

Η Αγγελική του κάνει νόημα να τις φέρει τα χαρτιά με τις μετρήσεις. Εκείνη ρίχνει μια ματιά προσεκτικά. Σχεδόν μοιάζει σαν να διαβάζει αστροφυσική.

«Ίντα λένε;» Την ρωτάει κρεμάμενη από τα χείλη του.

Η Αγγελική γελά δυνατά. «Πράμα ανησυχητικό, όλα είναι μια χαρά» Του απαντάει ηρεμώντας τον και του επιστρέφει το χαρτί. Έπειτα σηκώνεται από την καρέκλα της. «Δεν με πας και στο οινοποιείο να δω τα βαρέλια, αν είναι να γίνει κάτι, ας γίνει σωστά» Του λέει θυμούμενη πως έχει να τα επισκεφθεί από τότε που τέλειωσε την πρακτική της.

Ο Λευτέρης την παίρνει πράγματι και κάνουν μια γύρα στο οινοποιείο. Όταν φτάσουν στο τέλος, εκείνη πιάνει την τσάντα της από το γραφείο και ετοιμάζεται να φύγει. «Που πας από τώρα;» Την ρωτάει.

Η Αγγελική βγάζει από μέσα το κινητό της. «Απολύεται ο Βασίλης σήμερα και σχεδιάζουμε με τα παιδιά να βγούμε όλοι μαζί μετά το οικογενειακό τους δείπνο»

«Άντε ρε; Μεγάλωσε και ο μικιός;»

«Ναι. Θέλεις κάτι άλλο γιατί πρέπει να πάω κομμωτήριο;» Τον ρωτάει στα γρήγορα.

Ο Λευτέρης μειδιάζει με όσα ακούει ενώ παράλληλα πειράζει τον στυλό ανάμεσα στα χέρια του. «Θα πας κομμωτήριο για την απόλυση του μικιού; Δεν πιστεύω να τρέχει πράμα για θα-»

«Ε όι με τον Βασίλη, για όνομα του θεού» Του απαντάει έτοιμη να βάλει τα γέλια και κλείνει την πόρτα πίσω της.

Cs

Ο Ηράκλης επιστρέφει από το καφενείο του χωριού έχοντας τα χέρια στις τσέπες της μαύρης γκιλότας του. Το μαύρο σακάκι του σκεπάζει ελαφρά τους ώμους του αφού το φθινόπωρο έχει γίνει αισθητό στο ορεινό χωριό των Ανωγείων. Την ώρα που κάνει να στρίψει στο στενό, στην στροφή ανταμώνει με τον Στρατή. «Γεια σου Στρατή, ίντα κάνεις;» Τον ρωτάει βγάζοντας τα χέρια από την τσέπη. Κάνουν μια χειραψία.

ΚΟΝΤΥΛΙΑΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα