Συμφωνία

319 17 6
                                    

Το φως του ήλιου είχε από ώρα κάνει την εμφάνιση του, η μέρα του γάμου είχε ξημερώσει. Από το πρωί όλος ο πύργος ήταν στο πόδι. Καθόταν αμίλητος μπροστά στο παράθυρο και ατένιζε το άπειρο της φύσης, το μυαλό του ταξίδευε μακριά στην μέρα που παντρεύτηκε για πρώτη φορά. Πόσο ευτυχισμένος ένιωθε τότε, τώρα ένιωθε περίεργα, πολύ περίεργα. Στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα πως ένιωθε, η κοπέλα που σε λίγες ώρες θα γινόταν γυναίκα του ήταν η κοπέλα που του έσωσε την ζωή και ταυτόχρονα ήταν και αυτή που θα την αναστατωνε για τα καλά. Δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε για αυτό το κορίτσι, ευγνωμοσύνη, περιέργεια και τα δύο; Ήταν τόσο μπερδεμένος. Ο Κανέλλος και η Σοφία έλεγαν πως είναι για το καλό του αλλά και το καλό της σειριας τους. Γιατί ένας γάμος ανάμεσα σε έναν Λάσκαρη και μια Γερακαρησα μόνο καλά μπορούσε να φέρει. Εκείνος πάλι δεν ήξερε τι να πιστέψει, το μόνο που ήξερε είναι ότι δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τα μάτια της

Οι καμπάνες της Παναγιάς της Οδηγήτριας είχαν αρχίσει από ώρα να χτυπούν, ο Αντρέι στεκόταν στον προαύλιο χώρο της μικρής εκκλησίας περιμένοντας. Από μακριά ακούστηκαν ήχοι από άλογα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε ένα άσπρο άλογο κουβαλώντας επάνω του τη νύφη. Δίπλα της περήφανος έστεκε ο Σπήλιος, κι από πίσω ακολουθούσε η υπόλοιπη σειρια

Η αγωνία και ο φόβος της Θεοφανως ήταν ζωγραφισμένα στο πρόσωπο της, ένιωθε πως όλοι την κοιτούσαν με μισό μάτι, εμπιστευόταν μόνο τον αδερφό της. Το νυφικό της απλό, ένα λινό, αρχοντικό, άσπρο φόρεμα με μακριά μανίκια και χρυσές λεπτομέρειες στο κάτω μέρος. Ήταν αρκετά σφιχτό και τόνιζε την μέση της. Τα μαλλιά της πιασμένα δύο πλεξούδες που σχημάτιζαν στεφάνι στο κεφάλι της και σε κάποια σημεία των μαλλιών της υπήρχαν ανθακια λεμονιάς.

Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και μια αμηχανία δημιουργήθηκε.

"Θεοφανώ;" Από τις σκέψεις της την έβγαλε η βροντερή φωνή του Σπήλιου

"Σπήλιο...;" Απάντησε εκείνη κάπως διστακτικά

"Ήρθε η ώρα αδερφή μου, πάμε;" Εκείνη ένευσε μηχανικά. Πρώτα είδε την σιγουριά και την υπερηφάνεια στα μάτια του Κανέλλου και της Σοφίας και ύστερα την διστακτικότητα και τον φόβο που κυριαρχούσαν στα δικά του.

"Σου παραδίδω την πολύτιμη αδερφή μου Λάσκαρη, να την προσέχεις. Μην την δω ποτέ στεναχωρημένη στο πλευρό σου, γιατί μαύρο φίδι που σε έφαγε"

Όνειρα Where stories live. Discover now