Η συνάντηση

373 17 6
                                    

Ήταν ξαπλωμένος και κοιτούσε το ταβάνι. Ο γιατρός του είχε πει ότι ζούσε από θαύμα και παρόλο που είχε γλυτώσει τα χειρότερα, θα έπρεπε για λίγες μέρες να προσέχει και να μην βγαίνει από τον οντά του. Ασφυκτιούσε μέσα σε εκείνους τους τέσσερεις τοίχους, η μόνη σκέψη που κάπως ηρεμούσε το μυαλό του ήταν εκείνο το κορίτσι. Τα μάτια της... Αυτά τα μάτια της είχαν χαραχθεί στην μνήμη του. Ήταν τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του.

Κατέβασε το βλέμμα του, έβαλε το χέρι του στο συρτάρι δίπλα στο κρεβάτι του και έπιασε το μενταγιόν που υπήρχε μέσα. Το έφερε κοντά του και κοίταξε την προσωπογραφία της γυναίκας.Извини ψιθύρισε, από τις σκέψεις του τον έβγαλε το απαλό χτύπημα της πόρτας. Το δικό του "περάστε" ακολούθησε η αγωνιώδης είσοδος των θείων του. Του Κανέλλου και της γυναίκας του της Σοφίας, η θεία του έτρεξε αμέσως κοντά του και έβαλε το χέρι της στο μέτωπο του. "Δεν έχεις πυρετό Αντρέα μου, καλύτερα δείχνεις" είπε η γυναίκα με εναν τόνο ανακούφισης στην φωνή της. "Μια χαρά είναι Σοφία μου, δεν τον βλέπεις; Τσάμπα μας τρόμαξε το παλιόπαιδο" αστειευτικε ο Κανέλλος για να ηρεμήσει την γυναίκα του. "Μια χαρά είμαι θεία μου μην ανησυχείς" Της είπε τρυφερά και της φίλησε το χέρι.

Η γυναίκα χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι του ανηψιού της και ύστερα έκατσε αποκαμωμένη σε μια καρέκλα και άφησε τα δάκρυα να ξεχυθούν ποτάμι από τα μάτια της. Ο Κανέλλος πήγε κοντά της να την παρηγορήσει "Έλα γυναίκα σταματά να κλαίς, πάει πέρασε. Το παλικάρι μας είναι εδώ και είναι ζωντανό. Τέρμα τα κλάματα"

Ο Κανέλλος και η Σοφία είχαν παντρευτεί λίγο πριν φύγει ο Τζανέτος για την Πόλη, από έρωτα και μάλιστα μεγάλο. Περνούσαν τα χρόνια όμως και παιδιά δεν αποκτούσαν, όλοι έλεγαν στον Κανέλλο να πάρει σύγκρια αν δεν θέλει να μείνει άκληρος, ακόμα και η ίδια η Σοφία του το είχε προτείνει αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα, δεν θα ντρόπιαζε ποτέ την γυναίκα που αγαπούσε με αυτόν τον τρόπο. Ας μην έκαναν ποτέ παιδιά δεν τον πείραζε καθόλου. Όταν ο Τζανέτος χάθηκε στην θάλασσα ανέλαβαν τον Αντρέα και τον μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί, χωρίς ποτέ να του λείψει η αγάπη και και η τρυφερότητα, δεν του έκρυψαν ποτέ την αλήθεια για τους γονείς του. Από πολύ νωρίς του είχαν μιλήσει για τον Τζανέτο και την Χαριτίνη και τον μεγάλο έρωτα που έζησαν. Τον κράτησαν όσο ασφαλή μπορούσαν από τις κακιές γλώσσες της Δαμιανης και τις Αναστασίας που μεγάλωναν τους γιους τους με μίσος απέναντι στον Αντρέα, μιας και ήταν ο πρώτος γιος της σειριας τους. Στα δεκαπέντε του τον έστειλαν στην Ρωσία στον Διογένη τον φίλο του Τζανέτου. Εκείνος ανέλαβε την μόρφωση του και τον προέτρεψε να μπει στον στρατό του Τσάρου. Εκεί γνώρισε και την γυναίκα του την Νατάλια, αλλά δυστυχώς την έχασε λίγους μόνο μήνες μετά τον γάμο τους.

Όνειρα Where stories live. Discover now