Θάλασσα

233 14 5
                                    

Τα μάτια της γύρισαν ανάποδα, σκόρπιες εικόνες εμφανίζονταν μπροστά της. Ένας άντρας που της ζητούσε απελπισμένα βοήθεια. Και ύστερα σκοτάδι, τον κατάπινε το μπλε της θάλασσας. Ήταν ο ίδιος άντρας που έβλεπε εδώ και λίγο καιρό στα όνειρα της, μόνο που αυτή τη φορά τον είδε ολοζώντανο μπροστά της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε και τι ήταν αυτά που έβλεπε ή ακόμα και γιατί τα έβλεπε και αυτό ήταν κάτι που την τρομάζει πολύ. Ποιος ήταν όμως αυτός ο άντρας και γιατί της ζητούσε βοήθεια; Έπρεπε να φύγει από τον πύργο, να βάλει το μυαλό της και τις σκέψεις τις σε μια τάξη και αυτό μπορούσε να γίνει σε ένα μόνο μέρος.

Από μικρό κορίτσι της άρεσε να έρχεται τα βράδια στην θάλασσα. Κοντά στο νερό ένιωθε ελεύθερη. Αν και ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ δεν έκανε ιδιαίτερο κρύο, το απαλό αεράκι που φυσούσε την αναζωογονουσε και χάιδευε γλυκά το πρόσωπο της. Έβγαλε τα παπούτσια της και έβαλε τα πόδια της στο νερό, αντριαχιασε από το πόσο κρύο ήταν αλλά δεν την πείραζε το απολάμβανε. Το επόμενο πρωί θα πήγαιναν στους Λασκαραιους, για να συζητήσουν σχετικά με τον γάμο της με τον Αντρέα. Φοβόταν, ο γάμος ήταν ένα βήμα που δεν ήθελε να κάνει ακόμα στην ζωή της ειδικά με κάποιον που δεν γνώριζε. Ήλπιζε πως όταν θα ερχόταν η στιγμή να παντρευτεί, αυτό θα γινόταν από έρωτα όπως οι γονείς της και αν και δεν κατάφεραν να μείνουν για πάντα μαζί εξαιτίας του θανάτου της μητέρας της, ο πατέρας της πάντα της μιλούσε για έναν μεγάλο έρωτα ανάμεσα τους. Αυτό ήθελε να ζήσει και εκείνη κι όχι ένα προξενιό.

Ξαφνικά με την άκρη του ματιού είδε κάτι στην ακτή, σαν άνθρωπος έμοιαζε. Πλησίασε αργά και όταν έφτασε τρόμαξε, έβγαλε μια κραυγή και έκανε ένα βήμα πίσω. Ήταν άνθρωπος. Μάζεψε όσο κουράγιο της είχε μείνει και τον πλησίασε να δει αν είναι ζωντανός. Η αναπνοή του έβγαινε με δυσκολία αλλά ζούσε. Δεν μπορούσε να τον αφήσει εδώ, λίγο πιο κάτω υπήρχε μια σπηλιά, θα τον μετέφερε εκεί και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Προσπάθησε να τον τραβήξει για να τον μετακινήσει όμως με το που τον γύρισε από την άλλη κοκαλωσε. Ήταν ο άντρας που εμφανιζόταν στα όνειρα της και της ζητούσε βοήθεια. Τι περίεργο παιχνίδι της μοίρας ήταν αυτό; Δεν είχε όμως χρόνο να το σκεφτεί.

Τον μετέφερε στην σπηλιά τον ξάπλωσε πάνω σε κάτι φύλλα που υπήρχαν. Τον ακούμπησε στο μέτωπο, ο άντρας καιγόταν στον πυρετό, έπρεπε κάτι να κάνει, να φέρει τον γιατρό δεν γινόταν θα έμπλεκε χειρότερα. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον φροντίσει μόνη της. Ανασκουμπωθηκε γρήγορα, έφερε μερικά πανιά και λίγο νερό για να τα βρέξει και να του ρίξει τον πυρετό. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είναι δυνατόν ο άντρας που έβλεπε στα όνειρα της να είναι εκεί μπροστά της αυτή τη στιγμή και μάλιστα έτσι. Ποιος τον είχε φέρει σε αυτή τη κατάσταση; Όλα αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό της, αλλά κυρίως η ανεξήγητη οικειότητα που ένιωθε κοντά του

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ο άντρας ψηνόταν στον πυρετό. Εκείνη δεν έφευγε λεπτό από το πλάι του, μόνο τα βράδυα κι αυτό για λίγο για να μην κινήσει υποψίες σε κανέναν. Μόλις όλοι κοιμόντουσαν εκείνη επέστρεφε στην σπηλιά. Την τρίτη μέρα ο άντρας άρχισε σιγά-σιγα να συνέρχεται και να ξυπνάει από τον λήθαργο.

Ήταν συγκεντρωμένη φτιάχνοντας ένα δυναμωτικο από διάφορα βότανα για να του το δώσει, όταν ξαφνικά της φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία γιατί η φωνή ήταν τόσο αδύναμη που νόμιζε πως το φαντάστηκε. Όμως γρήγορα κατάλαβε ότι ο άντρας είχε συνέλθει και γύρισε να δει.
"Λίγο... Νερό... Σε... Παρακαλώ... Λίγο... Νερό" της είπε αδύναμα. Έβαλε λίγο νερό από την κανάτα και τον βοήθησε να το πιεί. "Ποια... Είσαι; Που βρίσκομαι;" "Μην μιλάς, κράτα δυνάμεις και όταν συνέλθεις θα τα πούμε όλα" Έκανε να σηκωθεί να γυρίσει στην δουλειά της, αλλά πριν κάνει ένα βήμα ένιωσε το χέρι του  να κρατάει το δικό της. Γύρισε και τον κοίταξε. "Σε ευχαριστώ... Όποια κι αν είσαι... Σε ευχαριστώ... Μου έσωσες την ζωή" Η κοπέλα ξαφνιάστηκε πρώτη φορά στην ζωή της κάποιος της έλεγε ευχαριστώ για κάτι που είχε κάνει. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.

Έπρεπε όμως να γυρίσει στον πύργο, δεν ένιωθε καλά που θα τον άφηνε μόνο του γιατί ήταν ακόμα αδύναμος αλλά έπρεπε να φύγει. Όταν έφυγε εκείνος κοιμόταν, σε όλο τον δρόμο μια ανησυχία είχε γεμίσει την ψυχή της σαν να ένιωθε πως κάτι κακό θα συνέβαινε και έπρεπε να τρέξει να προλάβει. Φτάνοντας στον πύργο παρατήρησε πως επικρατούσε αναστάτωση, άφησε γρήγορα το άλογο και δει τι είχε συμβεί. Η πρώτη που συνάντησε ήταν η Γερακίνα "Γερακίνα τι έγινε; Τι συνέβη;" Ρώτησε γεμάτη αγωνία "Θεοφανώ, μόλις μας έστειλαν φιρμάνι οι Λασκαραιοι. Ο Αντρέας... Εξαφανίστηκε" "Εξαφανίστηκε; Πως;" "Δεν ξέρω, είχε πάει ένα ταξίδι στην Κάρπαθο για δουλειές, αλλά εδώ και τρεις μέρες αγνοούνται τα ίχνη του. Όλοι είναι πολύ αναστατωμένοι. Ειδικά ο Κανέλλος έχει κινήσει γη και ουρανό για να τον βρει"

Το κορίτσι ένιωσε να χάνει την γη κάτω από τα πόδια της. Μια τρελή σκέψη έκανε την εμφάνιση της στο μυαλό της, αλλά όχι δεν θα μπορούσε να είναι αλήθεια, δεν γίνεται. Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν την Γερακίνα να της φωνάζει ένα αγωνιώδες "που πας;" Έπρεπε να πάει, να σιγουρευτεί. Ανέβηκε στο άλογο και με γρήγορες κινήσεις, κίνησε για την σπηλιά. Όμως όταν έφτασε μια δυσάρεστη έκπληξη την περίμενε. Ο ξένος είχε εξαφανιστεί.

Όνειρα Where stories live. Discover now