Με το τουλούμι.

264 23 8
                                    

Της είχε λείψει τόσο πολύ η θάλασσα. Είχε να έρθει εδώ κάτω από όταν είχε συναντήσει τον Αντρέι. Οπότε σήμερα είχε πάρει ένα άδειο καλάθι, χαιρέτησε από μακριά τη Γερακίνα και πριν προλάβει κανείς να την σταματήσει, η Θεοφανώ χάθηκε στο δρομάκι που κατέληγε στα βράχια της παραλίας. Είχε κατέβει κάτω με μεγάλη προσοχή και τώρα χάζευε τα κύματα που έσκαγαν στην ακρογιαλιά. Είχε ξεκινήσει με όρεξη για να μαζέψει καβούρια αλλά τώρα απλά καθόταν και κοίταζε το άπειρο.

Είχε μπει η Άνοιξη και σε λίγο καιρό θα ερχόταν και το Πάσχα αλλά ο καιρός ήταν ήδη πάρα πολύ ζεστός. Δεν είχε ξανά τόση ζέστη τόσο νωρίς. Σήμερα όμως ο καιρός ήταν περίεργος. Το πρωί είχε ξεκινήσει με συννεφιά την οποία διαδέχτηκε μια λιακάδα που έκαψε τον τόπο και τώρα, λίγο μετά το μεσημέρι σύννεφα είχαν μαζευτεί πάλι στον ουρανό χαρίζοντας στον τόπο μια απόκοσμη μουντάδα.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω της όταν ξαφνικά διαπίστωσε ότι κρύωνε και αποφάσισε να σηκωθεί για να γυρίσει πίσω, στον καταυλισμό όταν τον άκουσε να λέει το όνομά της. Κοίταξε πάνω, προς τον ουρανό και είδε τον Αντρέι να στέκεται εκεί, με τον ήλιο κόντρα στην λυγερή φιγούρα του. Έμοιαζε σαν άγγελος, ή κάποιο μυθικό πλάσμα που η Θεοφανώ ήταν η μόνη που μπορούσε να δει και την έκανε να χαμογελάσει. "Τί κάνεις εδώ πέρα; Δεν έχουμε πει να μην γυρνάς μοναχή σου ψυχή μου;" Την μάλωσε γλυκά. "Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα." "Αυτό δεν το ξέρεις." Της είπε και της έδωσε το χέρι του για να την βοηθήσει να σηκωθεί.

Στάθηκε στα πόδια της και του χαμογέλασε. Ο Αντρέι της ανταπέδωσε το χαμόγελο και έσκυψε το κεφάλι του για να ενώσει τα χείλη του με τα δικά της. "Μου έλειψες." Της μουρμούρισε αγγίζοντας ακόμη τα χείλη της. "Και εμένα." Του απάντησε εκείνη κλείνοντας τα μάτια της. Της έδωσε ένα ακόμη φιλί και μετά την τύλιξε στην αγκαλιά του. "Είσαι παγωμένη." Διαπίστωσε. "Θα ζεσταθώ τώρα, να... δες." Του είπε και τον έσφιξε ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά της. "Καλύτερα να σε γυρίσω πίσω πριν πιάσει βροχή." "Δεν πρόκειται να βρέξει." Του αντιγύρισε εκείνη στριφογυρίζοντας τα μάτια της.

Σαν κάποιος εκεί ψηλά να την άκουσε και να ήθελε να της κάνει πλάκα, μόλις ολοκλήρωσε τη φράση της άνοιξαν οι ουρανοί τόσο απότομα που η Θεοφανώ αναπήδησε τρομαγμένη. "Γρήγορα, εκεί μέσα!" Φώναξε ο Αντρέι για να ακουστεί από τη νεροποντή που τους είχε κάνει κιόλας μούσκεμα. Της έδειξε ένα άνοιγμα στο βράχο στα δεξιά τους και έτρεξαν και οι δυο προς τα εκεί για να βρουν καταφύγιο. Μπήκαν μέσα και ο Αντρέι έβγαλε το παλτό του για να το τινάξει από τα νερά. Αν και τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα και χοντρές σταγόνες νερού έτρεχαν στο σβέρκο του, το νερό δεν είχε περάσει μέσα από το παλτό. Από την άλλη, η λεπτή ζακέτα που φορούσε η Θεοφανώ δεν είχε κάνει την ίδια καλή δουλειά.

Την έβγαλε για να την αφήσει πάνω σε ένα βράχο για να στεγνώσει και κοιτάχτηκε. Το φόρεμα που φορούσε από μέσα είχε μουσκέψει αλλά ευτυχώς όχι σε μεγάλο βαθμό για να κινδυνεύει να αρρωστήσει. "Ελπίζω να σταματήσει σύντομα. Αλλιώς μας βλέπω να βγάζουμε τη νύχτα εδώ πέρα. Βρέχει με το τουλούμι." Είπε ο Αντρέι περισσότερο στον εαυτό του και η Θεοφανώ κοίταξε από το άνοιγμα της μικρής σπηλιάς τη νεροποντή που λάσπωνε όλη την παραλία. "Αν χρειαστεί... τι να γίνει;" Ανασήκωσε η κοπέλα τους ώμους της παριστάνοντας την αδιάφορη. Ο Αντρέι την κοίταξε και χαμογέλασε.

Εξέτασε το παλτό του για ακόμη μια φορά για να βεβαιωθεί ότι η εσωτερική πλευρά ήταν στεγνή και το πέρασε στους ώμους της κοπέλας. Η Θεοφανώ ξαφνιάστηκε και γύρισε να τον κοιτάξει. "Θα πουντιάσεις αλλιώς." Της είπε. "Στο τέλος θα καταλήξω να το φοράω περισσότερο εγώ παρά εσύ." Είπε αλλά το τράβηξε πάνω της καλύτερα. "Αν σου αρέσει τόσο πολύ να σου το χαρίσω." Την πείραξε. "Όχι, δεν θα μου αρέσει πια αν σταματήσεις εσύ να το φοράς." Του είπε κοκκινίζοντας. "Χμμμ μάλιστα, κατάλαβα." Της είπε και την πλησίασε. "Τι θα έλεγες να ανάψω μια φωτιά μέχρι να περάσει η μπόρα για να ζεσταθούμε;" "Πού θα βρεις ξύλα εδώ μέσα Αντρέι;" Τον ρώτησε σίγουρη για την κουτουράδα του αλλά κοιτάζοντας ένα γύρω στη σπηλιά έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Δεν το είχε προσέξει νωρίτερα, αλλά η σπηλιά ήταν λες και κάποιος έμενε εκεί μέσα. Υπήρχαν διάφορα πράγματα διασκορπισμένα ένα γύρω, από τσίγκινα πιάτα και ποτήρια μέχρι και μερικά βιβλία ακουμπισμένα πάνω σε ένα καφάσι πιο κει. Σε μια γωνία υπήρχαν ξύλα στοιβαγμένα με προσοχή και μια παλιά φλοκάτη ήταν ριγμένη στο χώμα δίπλα από ένα σημείο στο οποία υπήρχαν αποκαΐδια από άλλη φορά. "Έρχονται τα πιτσιρίκια των φρουρών και παίζουν εδώ πέρα. Παριστάνουν ότι είναι πειρατές." Της είπε και εκείνη χαχάνισε. "Τα είχα δει μια φορά και τους είπα να μην έρχονται εδώ πέρα αλλά πότε ακούνε τα παιδιά;" Είπε περισσότερο στον εαυτό του. Ετοίμαζε ήδη την φωτιά και η Θεοφανώ πήρε θέση δίπλα του χαζεύοντάς τον. "Κακομαθημένα διαβολόπαιδα..." Είπε περιπαιχτηκά και ο Αντρέι έβαλε τα γέλια ενώ η φωτιά άρχιζε να τριβολίζει.

// Μου βγήκε λίγο μικρούλι σήμερα αλλά σχωρέστε με, είμαι λίγο κουρασμένη. Ελπίζω να σας αρέσει, μην ξεχνάτε να μου αφήνετε τα σχόλιά σας. Να έχετε ένα όμορφο βράδυ ( ή πρωί, μεσημέρι... ή όποτε το διαβάσετε τέλος πάντων... 

Ψεύτικοι ΕραστέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα