Όνειρα κι Ονειρονήμα

92 4 132
                                    

Όνειρα κι Ονειρονήμα

Η μετακόμιση από το μικρό, ταπεινό τους σπιτάκι στο πολυτελές αρχοντικό του Μαύρου Άλσους ήταν μια τεράστια αλλαγή για πατέρα και κόρη. Ο Άενσσελ τη δέχτηκε με την πεποίθηση ότι μόνο με τη βοήθεια της αδελφής του θα κατάφερνε να επιβιώσει και να μεγαλώσει το παιδί του αξιοπρεπώς. Επιπλέον πίστευε ότι θα έκανε καλό στην Ύβενλυθ να αλλάξει περιβάλλον, προκειμένου να ξεπεράσει ευκολότερα την απώλεια της μητέρας της. Όσο για την ίδια την Ύβενλυθ, βρήκε το αρχοντικό όμορφο, αν και σκοτεινό για τα γούστα της. Οι σκούροι μωβ τοίχοι, η γκρίζα λάμψη που φώτιζε αλλόκοτα τα δωμάτια με τις βαριές και πάντα κλειστές κουρτίνες, η ολότελα μαύρη επίπλωση τής έβγαζε κάτι τρομακτικό. Κάτι που στη φαντασία της έμοιαζε με τα καταραμένα Νεκρά Άστρα, εκεί όπου λέγανε πως βασίλευαν τα τελώνια κι όπου οι ψυχές απ' τις κακές Νεράιδες ζούσαν δυστυχείς, καταδικασμένες να πέφτουν στο αιώνιο κενό, όλο και πιο μακριά από το φως της Σελήνης. Μα το ότι ήταν τόσο μεγάλο κι είχε τόσους πολλούς χώρους να εξερευνήσει, συν η παρουσία του Όμπερον εκεί, τη βοήθησαν να δει το καινούριο ξεκίνημα με καλό μάτι.

---

«Ααααα!!!»

«Χαχα! Την πάτησες!», αναφώνησε με μια έντονη αστεία γκριμάτσα το αγόρι που ήταν σφηνωμένο μέσα στο τεράστιο στόμα του πέτρινου κεφαλιού Δράκου που δέσποζε στο διάδρομο.

Τον κοίταξε με τα γουρλωμένα απ' την τρομάρα μάτια της να γεμίζουν σιγά-σιγά με μια σπίθα εκνευρισμού. «Πας καλά, Όμπερον;»

Ο ξάδελφός της δε μπορούσε να σταματήσει να γελάει. «Εγώ έπρεπε να σ' το ρωτήσω αυτό, όταν ήρθες στο σπίτι και ρωτούσες αν είναι αληθινό κεφάλι Δράκου, χαχαχα!», σχολίασε με σκοπό να την πειράξει, χτυπώντας παιχνιδιάρικα το σαγόνι της υπερβολικά αληθοφανούς μαύρης, δρακίσιας προτομής. «Ήταν σαν να παρακάλαγες να σου κάνω φάρσα», συμπλήρωσε καθαρίζοντας και τον λαιμό του, για να τον συνεφέρει από τον δυνατό βρυχηθμό που έβγαλε για να την τρομάξει μισό λεπτό πριν. «Πες την αλήθεια, ήταν πολύ καλή φάρσα, έτσι;»

Η Ύβενλυθ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει εκνευρισμένη. «Καθόλου καλή!», φώναξε. «Κοίτα τώρα τι μ' έκανες να πάθω», συνέχισε και του έδειξε το βιβλίο που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Είχε βραχεί από το τσάι που κρατούσε στο αριστερό της χέρι και που το είχε χύσει στις σελίδες πάνω στην τρομάρα της, ακούγοντας τον Δράκο στον τοίχο να βρυχάται όταν πέρασε από δίπλα του. «Απ' τη βιβλιοθήκη σας είναι. Η θεία θα θυμώσει όταν το δει...»

Ύβενλυθ και ΌμπερονМесто, где живут истории. Откройте их для себя