το άνοιγμα της παρτίδας

1.3K 207 1
                                    

Η παρτίδα πάντα ξεκινάει πριν μοιραστούν τα χαρτιά.

Ο πατέρας της Κατ.


"Θα ήθελα κάτι κομψο. Κάτι μαύρο. Φόρεμα"

Η Κάτια κοιταξε το βλέμμα της πωλήτριας να περιφέρεται πάνω της και μετά να μένει το βλέμμα της πάνω στο φαρδύ παλτό της. Το κασκόλ της ήταν γυρισμένο γυρω απο το λαιμό της πολλές φορές και μόλις είχε προλάβει να βγάλει το ένα γάντι της . Τα γυαλιά της είχαν θολώσει . Μηνας Δεκέμβρης . Το ψύχος ήταν παντού. Τα ρούχα της έζεχναν κρύο στην θαλπωρή του ακριβού καταστήματος.

"Μαύρο και κομψό" επανέλαβε η πωλήτρια με ανέκφραστο ύφος.

.........

Επέστρεψε στην δουλειά της αργοπορημένη. Πριν απελευθερωθεί απο το κασκόλ της η Αμαλία με τα κόκκινα μάγουλα την είχε πλησιάσει. 

"Ψώνισες ..ρούχα?"

Την κοιταξε απο πάνω ως κάτω. Τα μαλλιά της Κάτιας είχαν μπερδευτεί στο κασκολ της. 

"Για την πρωτοχρονιά"

"Για την πρωτοχρονιά " επανέλαβε δύσπιστα προς την νεαρή κοπέλα που ολημέρα στην εφορεία αρχαιοτήτων καταλογραφούσε κτερίσματα . 

"Θα έρθεις στο πάρτυ της εφορείας?"

"Ναι φυσικά" απάντησε η Κάτια καθώς άνοιξε τον υπολογιστή της. Η Αμαλία προσπάθησε να προσδιορίσει τι την ενοχλούσε πάνω της. 

.................

Νωρίς το απόγευμα πήρε τον Λάντον και βγήκαν βόλτα. Εκείνος δεν ήθελε. Είχε πεισμώσει στα πόδια του και δεν έλεγε να κουνηθεί. 

Τον επέστρεψε σπίτι και ξαναβγήκε στο κρύο. 

Εκανε το γύρο του τετραγώνου και όταν έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας της κατάλαβε πως δεν γινόταν ναμπει μέσα. Ενεργοποιησε το κινητό της χωρίς να της έρθει κάποια ειδοποίηση. Έβαλε την διεύθυνση του Τζακ και το κινητό υπολόγισε πως με 54.000 βήματα θα έφτανε στον προορισμό της.

Έσπασε με την σόλα της μπότας της τον πάγο απο την άκρη του πεζοδρομίου. 

Σκέφτηκε τον Λάντον και μετά το φόρεμα που ήταν ακόμη μέσα στην σακούλα. 

Ξεφύσηξε και τα ζεστά χνώτα της σχηματίστηκαν στην στιγμή σαν ένα παγωμένο νέφος. Τα χέρια της είχαν ξυλιάσει μέσα στα καρό γάντια της. 

Δεν θα πήγαινε ως το σπίτι του.

Ξεκινησε όμως να περπατάει. 

Στα πρώτα 7.000 βήματα σκέφτηκε πως ήταν μια συνηθισμένη βόλτα που θα έκανε με τον Λάντον. 

Στα 13.000 βήματα σκέφτηκε πως δεν ένιωθε το κρύο και πως ολάκερη ήταν κάτι φτιαγμένο απο πάγο.

Στα 45.000 βήματα ήξερε πως πήγαινε στο σπίτι του. 

Το βήμα της μειώθηκε μόνο όταν έφτασε στο δρόμο που υπήρχε η διεύθυνση. 

Επαλήθευσε με το κινητό το σημείο αφιξης. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία. Το χώμα της αυλής ήταν παγωμένο . Η στέγη είχε καλυφθεί με χιόνι. Μπορούσε να ακούσει το γάβγισμά ενός σκύλου. Τα φώτα ήταν όλα κλειστά.

"Δεν είμαι πολύ όμορφη" του είχε πει. Γιατί του το είπε? ειχε προηγηθεί καποια συζήτηση? σιγουρα ο πατέρας της έλειπε. Ο Τζακ ήταν στο σπίτι μαζί της. Καπνιζε και καθόταν σε μια μεγάλη πολυθρόνα. 

Της είχε χαμογελάσει σαν να ήξερε που ήθελε εκείνη να παει όλο αυτό. Σαν να ήξερε τι ήθελε η Κάτια απο εκείνον. Κατι τετοιες αναμνήσεις ήθελε να τις διαγράψει , αλλά πάντα ερχόντουσαν στην επιφάνεια.

Αποφάσισε να επιστρέψει. Επρεπε να βάλει το φόρεμα και να έρθει. Επρεπε να γίνουν όλα σωστά.

Πήρε ταξί ανυπομονώντας για την συνέχεια.

..............

"Η σύμβαση σου θα τελειώσει. Το ξέρεις αυτό? "

Η Αμαλία την επόμενη μέρα καθόταν δίπλα απο τον υπολογιστή της. Όρθια. Το μισούσε αυτό.

Καποια στιγμή αγαπούσε πολύ την αρχαιολογία αλλά σίγουρα την δουλειά της την είχε σκεφτεί καπως διαφορετικά. Πιο ρομαντικά. Πιο περιπετειώδη. 

Ήταν τα χρόνια που η ζωή είχε χάσει την μαγεία.

"Ναι το ξέρω Αμαλία. Μου το έχεις πει ήδη. Μου έστειλες και εμαιλ"

"Η αρχαιολογία δεν είναι δουλειά που έχει χρήματα. Κάνε κάτι αλλο στην ζωή σου"

"Ναι φυσικά" κοιταξε την οθόνη . Το κτέρισμα με αριθμό 23 περίμενε υπομονετικά να αρχειοθετηθεί. 

Ο Τζακ είχε σκύλο. 

......................................

Μια Παρτίδα ΈρωταWhere stories live. Discover now