ΠΑΙΚΤΗΣ #1

28 6 6
                                    

Η Έλλη προσπαθεί να καταλάβει τι εννοεί το αφεντικό της τόση ώρα, αλλά η αλήθεια είναι ότι, ενώ βλέπει τα χείλη του να ανοιγοκλείνουν, αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα των λέξεων που προφανώς βγαίνουν από το στόμα του. Γιατί αποκλείεται να θέλει να την απολύσει! Εντάξει, ήταν περισσότερο επιθετική με τον πελάτη σήμερα το πρωί, αλλά τι έπρεπε να κάνει, δηλαδή; Ο ηλίθιος προφανώς θεωρούσε ότι είναι το δώρο του Θεού στις γυναίκες και αποφάσισε να εξερευνήσει με την χερούκλα του τον πισινό της. Ε, και εκείνη τον περιέλουσε με τον καφέ που είχε μπροστά του. Σιγά τον καφέ, δηλαδή! Το μοναδικό κοινό που έχει το περίφημο χαρμάνι που φέρνει «ειδικά από την Αιθιοπία» το μαγαζί με την εν λόγω χώρα είναι ότι βρίσκονται και οι δύο στον ίδιο πλανήτη.

- Τι περιμένεις, ηλίθια; Σου είπα να του δίνεις, κουφή είσαι;

Τα λόγια του αφεντικού της – του πρώην αφεντικού της – τρυπούν τα αυτιά της, επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα. Η Έλλη γνωρίζει ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσει να του εξηγήσει, να του ξαναεξηγήσει για την ακρίβεια, τι συνέβη και οδήγησε στην έκρηξή της. Γνωρίζει, επίσης, ότι μετά από το ελάχιστο χρονικό διάστημα που δουλεύει στην καφετέρια, δεν δικαιούται αποζημίωση.

- Ναι. Όχι. Ναι, είμαι ηλίθια που δεν του κατέβασα και την καφετιέρα και αρκέστηκα στο περιεχόμενό της. Όχι, δυστυχώς δεν είμαι κουφή, γιατί τότε δεν θα άκουγα τις αγριοφωνάρες σου, κόπανε, που νομίζεις ότι με προσέλαβες για να κάνω κονσομασιόν. Θα σου έλεγα τι να πας να κάνεις, αλλά το ενδεχόμενο να αναπαραχθεί το είδος σου είναι μια τρομακτική πιθανότητα, οπότε δεν θα σε προτρέψω να πας να πηδηχτείς!

Και με αυτά τα λόγια, γυρνάει την πλάτη της και κατευθύνεται προς την πόρτα. Πριν βγει, όμως, απλώνει το χέρι της και ρίχνει κάτω το βάζο με τις μέντες που συνηθίζει να μασουλάει ο υπερόπτης ιδιοκτήτης, σκορπώντας τις καραμέλες στο πάτωμα και πατώντας πάνω τους κατά την έξοδό της. Παιδιάστικο, το ξέρει, αλλά δεν την νοιάζει! Ούτε που δίνει σημασία στις βρισιές με τις οποίες την στολίζει.

Κι έτσι, βρίσκεται άνεργη. Πάλι. Και, φυσικά, άφραγκη. Πάλι. Να πάρει η ευχή! Δεν είναι καλύτεροι όλοι οι άλλοι, που βρίσκουν μια δουλειά, μια καλή δουλειά, όχι σερβιτόρα σε δευτερότριτη καφετέρια. Τι της λείπει; Σφίγγει ασυναίσθητα τις γροθιές της, θυμωμένη με την αδικία, με τον ερεθισμένο κόπανο που της την έπεσε, με την κοινωνία, με όλους και με όλα. Κυρίως, όμως, τα βάζει με τον εαυτό της, που δεν μπορεί να συγκρατήσει την γλώσσα της.

Ανέκαθεν ήταν οξύθυμη, δεν είναι καινούριο κουσούρι. Θεωρεί, όμως, ότι πρέπει οι κοπέλες να μπορούν να εργαστούν δίχως να συνοδεύεται η όρθια δουλειά αναγκαστικά και από ξαπλωτή. Τι τα θες; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Ούτε που θέλει να σκεφτεί την κυρά Στέλλα, την σπιτονοικοκυρά της. Της χρωστάει ήδη δυο νοίκια...

Με τις σκοτεινές αυτές σκέψεις φτάνει χωρίς να το καταλάβει στο σπίτι της. Το υπόγειο στο οποίο μένει εδώ και οκτώ μήνες την υποδέχεται με την υγρή ατμόσφαιρά του και την μυρωδιά της κλεισούρας. Να πάρει! Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά την έχει μάθει αυτή την υγρασία, την έχει αγαπήσει αυτή την τρύπα με το μικρό παραθυράκι με θέα τα πόδια των περαστικών. Την πιάνει το παράπονο. Κάθεται σαν σακί στον καναπέ και προσπαθεί να μην βάλει τα κλάματα. Δεν θα την βοηθήσει σε κάτι να βυθιστεί στην μιζέρια. Πρέπει να αντιδράσει. Για συγκάτοικο, ούτε λόγος! Το δοκίμασε και δεν λειτούργησε. Ακόμα θυμάται την τρελή κατσίκα με την οποία μοιράστηκε ένα όμορφο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.

Το μάτι της πέφτει πάνω σε ένα μικρό πάκο φακέλους που είναι σκορπισμένοι πίσω από την πόρτα. Η κυρά Στέλλα συνηθίζει να της ρίχνει την αλληλογραφία της κάτω από την πόρτα και η κοπέλα προφανώς τους παρέσυρε μπαίνοντας. Με μια διάθεση δυναμισμού, ορμώμενη από την απόφασή της να μην το βάλει κάτω, σηκώνεται για να τους ελέγξει.

Δεν περιμένει να βρει κάτι που θα της ανεβάσει το ηθικό. Με τους γονείς της δεν έχει επαφές από τότε που έφυγε από το σπίτι. Φίλους δεν έχει. Συνεπώς, τι απομένει; Λογαριασμοί, λογαριασμοί, λογαριασμοί. Άντε, και κανένα ξέμπαρκο διαφημιστικό, παρόλο που ζούμε στην εποχή της απόλυτης ψηφιοποίησης, ποια εταιρεία χρησιμοποιεί το ταχυδρομείο; Αν και ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ έστελνε για κάποιο διάστημα εκπτωτικά κουπόνια.

Καλοδεχούμενα θα ήταν αυτή την στιγμή! Αλλά πού; Η μέρα της συνεχίζεται το ίδιο όμορφα με το ξεκίνημά της. Η Έλλη ξεχωρίζει τους λογαριασμούς της σε εκείνους που πρέπει οπωσδήποτε να εξοφλήσει και σε εκείνους που μπορούν να περιμένουν. Χωρίς κινητό, δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό δίνει στις πιθανές δουλειές, πώς αλλιώς θα την βρίσκουν; Ειδοποίηση για την δόση για το μεταχειρισμένο μηχανάκι που χρησιμοποιεί... Ναι, αυτό μπορεί να μείνει για λίγο πίσω. Στην χειρότερη, θα μετακινείται με τα πόδια.

Ένας φάκελος τραβάει την προσοχή της. Μωβ, γυαλιστερός και, σίγουρα, όχι λογαριασμός. Με απορία τον ανοίγει και διαβάζει την κάρτα που υπάρχει μέσα. Στην αρχή, διατρέχει απλώς ξαφνιασμένη τις πρώτες γραμμές. Σε ένα σημείο, όμως, τα μάτια της γουρλώνουν. Αυτό είναι χίλιες φορές καλύτερο από εκπτωτικά κουπόνια! Πενήντα χιλιάδες φορές καλύτερο!

Πρόσκληση σε φόνοWhere stories live. Discover now