κεφαλαιο 3

182 10 0
                                    

Μόλις σχόλασα από το φροντιστήριο και τώρα πρέπει να πάω σπίτι και είναι και μακρυαα και κάνει κρύο

Οχι μόνο αυτό είναι όλα σκοτεινα εδώ οπότε θα πάρω τηλέφωνο την Σία για να μου κάνει λίγο παρέα όσο πάω σπίτι

Ντουντ

Ντουντ

Ντουντ

Δεν το σηκώνει ελεος

Και η Ντινα σίγουρα δεν θα το σηκώσει ποτέ δεν μου το σηκώνει δεν ξερω αν το κάνει μόνο σε μένα ή και σε άλλους αλλά δεν σηκώνει το τηλέφωνο

Συνεχιζω τον δρόμο μου και τέλεια αρχίζει και βρέχει καλύτερα δεν γίνεται

Πάω κάτω από ένα υπόστεγο και περιμένω να σταματήσει που δεν το νομίζω

Και δεν μπορούν να έρθουν να με πάρουν ο μπαμπάς μου είναι στην δουλειά και ο Ανδρέας είχε πει ότι κάπου θα πάει

Η βροχή δεν σταματάει οπότε πρέπει να συνεχίσω

Εκεί που πάω να βγω από το υπόστεγο ακούω ήχο μηχανής

Γυρνάω πίσω μου και βλέπω έναν Στέφανο να με κοιτάζει ενώ φοράει την κουκούλα του

"Τι κανείς εσύ εδω;" με ρώτησε κατευθείαν "εμ είχα φροντιστήριο" του απάντησα και κουμπωσα καλύτερα το μπουφάν μου

"Ελα θα σε πάω εγω" είπε, πλάκα μου κάνουν έτσι μόνο σε εμένα αυτά
"Καλά νταξει " του είπα "ανεβα"

Αν δεν έβρεχε θα του έλεγα να φύγει, θα πηγαίνα μόνη μου αλλά η βροχή δεν βοηθάει

Ανέβηκα στην μηχανή και ξεκίνησε αλλά από ότι βλέπω η βροχή δεν είναι με το μέρος μας "θα πρέπει να σταματήσω δεν μπορω να σε παω μέχρι το σπίτι σου είναι επικίνδυνα" μου είπε λίγο δυνατά για να τον ακούσω "νταξει" του είπα

Μετά από λίγο σταματησε έξω από ένα σπίτι ούτε μεγάλο ούτε μικρό, είχε ωραίο κήπο

Τρέχουμε μέσα και ανοίγει την πόρτα "περνα" μου λέει πέρασα και μετά μπήκε και αυτός "ακολούθησε με" μου είπε ενώ κοιτάζω γύρω, είναι ωραίο διακοσμημένο

Πήγαμε στο σαλόνι και εκεί ήταν ο Αχιλλέας "γεια" είπα μόλις με είδε με κοιταξε περίεργα μέχρι που κατάλαβε ποια είμαι "οο γειά σου Νεφέλη " ο Στέφανος πήγε και έκατσε σε έναν κάναμε "κατσε" μου είπε έκατσα σε μια πολυθρόνα

"Λοιπόν γιατί είσαι εδώ;" με ρώτησε και ο Στέφανος απάντησε "την βρήκα στον δρόμο μου και δεν μπορούσα να την αφήσω έβρεχε πολύ" ο Αχιλλέας εγνεψε

Μια άβολη σιωπή έπεσε και με ρώτησε ο Στέφανος "θελεις;" και μου έδειξε ένα μπουκάλι μπύρα "Όχι ευχαριστω δεν πίνω" του είπα καθοντας καλύτερα στον καναπέ

Ήθελα να τους ρωτήσω την ηλικία τους δεν αντεχα "πόσο ειστε;" ρωτησα
"25" είπε και γουρλωσα τα μάτια μου

"Τ-τι όντως;" ρωτησα και άρχισαν να γελάνε "πλάκα κάνουμε είμαστε 19" είπε ο Αχιλλέας

"Εσυ;" με ρώτησε "17" είπα " Δευτέρα λυκείου" και εγνεψαν

Εκείνη την στιγμή το τηλέφωνο μου χτύπησε

'Ανδρέας'

Το σήκωσα "ναι;" "Νεφ που εισαι; είναι 8:30 και δεν σε βρήκα σπίτι" μου είπε με λίγα νεύρα

Σηκώθηκα και πήγα λίγο πιο πέρα για να μην ακούνε την συζήτηση

"Ναι σε λιγο θα έρθω απλά έβρεχε και πήγα λίγο στο σπίτι της Αναστασίας" του είπα "Καλά 9:30 να είσαι σπίτι" "καλα" του είπα και το έκλεισα

Πήγα και έκατσα πάλι πίσω "μέχρι τις 9:30 πρέπει να είμαι σπίτι " τους είπα "μην ανησυχείς " μου απαντησε "μένετε μαζι;" τους ρωτησα με περιέργεια "ναι" απάντησαν ταυτόχρονα "ο αδερφός σου ήταν;" με ρώτησε ο Στέφανος "ναι" είπα και γύρισα το βλέμμα μου πάνω τούς

"Ανδρέα τον λενε;" με ξαναρώτησε "ναι" "επίθετο;" ρωτησε ο Αχιλλέας "Αναγνώστου,Ανδρέας Αναγνώστου " τους είπα και φάνηκαν έκπληκτοι "είσαι η μικρή αδερφή του Ανδρέα;" με ρώτησε ο Στέφανος "που τον ξερετε;" ρωτησα αμέσως "ήμασταν φίλοι με τον αδερφο σου" μουρμούρισε

Δεν αποφάσισα να ρωτήσω κάτι άλλο καλύτερα, ίσως κάποια άλλη στιγμή

[...]

Μετά από ώρα συζήτησης και αστείου έπρεπε να φύγω "πρέπει να φύγω " τους είπα ανάμεσα από τα γέλια μου "ελα θα σε πάω" είπε ο Στέφανος "Έχεις τηλέφωνο;" ρωτησε ανταλλάξαμε νούμερα και σηκώθηκα "παρασα πολύ ωραία θα τα ξανά πούμε" είπα "καληνύχτα" μου χαμογέλασε ο Αχιλλέας

Βγήκα έξω με τον Στέφανο και ανεβήκαμε στην μηχανή ο καιρός έφτιαξε δεν βρέχει άλλο πάλι καλα

Μετά από λίγο φτάσαμε έξω από το σπίτι μου και κατέβηκα από την μηχανή "ευχαριστώ που με έφερες θα τα ξαναπούμε" του χαμογέλασα "ναι θα τα πούμε καληνύχτα" "καληνύχτα " και πήγα προς το σπίτι μου

Στο Ενδιάμεσο Where stories live. Discover now