ΚΕΦ 11

313 40 4
                                    


Κινήθηκαν για λιγότερο από δέκα λεπτά με την άμαξα των Κοχέιν, προς τη δεξιά πλευρά του λιμανιού της Νος κοντά στην παραλία της Χρυσής Ακτής.

Σε αυτήν τη σύντομη διαδρομή δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα και ούτε χρειάστηκε, αφού οι ματιές τους έλεγαν περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν με λέξεις.

Η άμαξα στάθμευσε έξω από ένα σπίτι το οποίο δεν φαινόταν καθαρά εξαιτίας του πυκνόφυτου κήπου του. Η Ισαβέλλα μπόρεσε να διακρίνει αμυδρά, πίσω από τα ψηλά πεύκα, τον πρώτο όροφο. Ένα πετρόχτιστο μονόχωρο δωμάτιο, υπέθεσε.

Μόλις μπήκαν μέσα στην ισόγεια ψηλοτάβανη σάλα, βρέθηκε μπροστά σε ένα υπερθέαμα. Η πελώρια ξύλινη μπαλκονόπορτα είχε θέα την ανάκατη από τον παιχνιδιάρικο στροβιλιστό αέρα, αμμουδερή παράλια της Χρυσής Ακτής και την απέραντη γαλαζοπράσινη ανταριασμένη θάλασσα. Μια βουκαμβίλια στέγαζε τη μισή βεράντα με τα γυμνά κλαδιά της απλωμένα πάνω σε πέργολα.

Η λιτά επιπλωμένη σάλα είχε δυο πορφυρούς τριθέσιους καναπέδες και ανάμεσα τους ένα μοντέρνο, τετράγωνο, βιτρό τραπέζι κοντά στο μαρμάρινο τζάκι. Ολόμαλλα χαλιά με περίτεχνα σχέδια σκέπαζαν το σκούρο ξύλινο πάτωμα.

- Ακόμα το φτιάχνω, λείπουν αρκετά πράγματα, είπε με απολογητικό ύφος ο Νιλς. ...Δίπλα είναι το μαγειρείο και ένα λουτρό.

Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και άνοιξε τις πόρτες για να δει τους χώρους η μικρή κοκκινομάλλα.

- Έλα, θέλω να δεις και τον πάνω όροφο, την παρότρυνε.

Η Ισαβέλλα τον ακολούθησε μα ένα άσχημο προαίσθημα αγκύλωνε το στήθος της. Η θλιβερή ιστορία της Λούς επαναλαμβανόταν ξανά αλλά με εκείνην πρωταγωνίστρια. Όχι, αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ, δεν θα την έπειθε. Οι αρνητικές σκέψεις την έκαναν να παραπατήσει καθώς ανέβαιναν την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο.
Το ζεστό χέρι του Νιλς έπιασε το παγωμένο δικό της και τη συγκράτησε.

- Ευχαριστώ, μουρμούρισε, νιώθοντας τη θέρμη του να τη διαπερνά και να την ανακουφίζει.

Βρέθηκαν απευθείας μέσα σε ένα υπνοδωμάτιο. Το κρεβάτι ήταν τεράστιο, χωρούσε τουλάχιστον δυόμιση φορές τον ψηλό γεροδεμένο άνδρα που τώρα έβγαζε το παλτό του και το πετούσε στο κέντρο του. Ήταν στρωμένο με παχιές, μάλλινες κουβέρτες και στο προσκέφαλο του ακουμπούσαν δυο αφράτα φουσκωτά μαξιλάρια. Στο κάτω μέρος του υπήρχε ένα μακρόστενο μπαούλο και στα δεξιά ορθωνόταν μια στήλη από βιβλία που στηριζόταν στη γωνιά του τοίχου και το πάτωμα. Στη συνέχεια είχε τοποθετηθεί ένα μικρό μπουντουάρ με στρόγγυλο καθρέπτη. Έξι πολύχρωμες μαξιλάρες ήταν πεταμένες άτακτα πάνω στο ξύλινο πάτωμα μπροστά από ένα μικρότερο μαρμάρινο τζάκι από εκείνο της σάλας. Πάνω από το ράφι του τζακιού είδε κρεμασμένο έναν πίνακα με το λιμάνι της Νος. Ο πίνακας ήταν παλιός αλλά το ξύλινο κάδρο του βαμμένο με χρυσό χρώμα, ολοκαίνουριο και λαμπερό, προκαλούσε με την έντονη αντίθεσή του. Τον γνώριζε αυτόν τον πίνακα, τον είχε ξαναδεί στη δημοπρασία.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΓΙΑΣΕΜΙWhere stories live. Discover now