𝐏𝐑𝐎𝐋𝐎𝐆𝐔𝐄

97 18 10
                                    

Με λένε Jiheon. Είμαι 16. Δεύτερη χρονιά στο Λύκειο. 3η φορά που άλλαξα σχολείο μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Γεννήθηκα στην Busan την Νότιας Κορέας. Σε ηλικία μόλις 11 έτων έχασα τον πατέρα μου. Τον αγαπούσα πολύ. Παρά πολύ. Από τότε που έφυγε-

"Έχει γίνει άλλος άνθρωπος! Έχει μια ασυνήθιστη και απαίσια συμπεριφορα!" όπως έλεγε η αντιπαθής Miss Lee

Από τότε άλλαζα συνέχεια σχολεία. Ζήτημα αν άλλαζα 2 τον χρόνο (και λίγα λέω). Μα αλήθεια δεν έφταιγα εγώ! Δεν έκανα απολύτως τίποτα. Το ό,τι, όμως, ήμουν διαφορετική από τους άλλους, με έκανε αυτομάτως "ένοχη"...

Μετακομίζαμε συνέχεια. Η μετακόμιση μας είχε γίνει συνήθεια. Η συνήθεια, είχε μετατραπεί σε ρουτίνα. Από σπίτι σε σπίτι, από πόλη σε πόλη, από 'δω και από 'κει.

Φέτος, όμως, η μητέρα μου αποφάσισε πως θα γυρίσουμε πίσω... Στο σπίτι που μεγάλωσα. Που γέλασα, που έκλαψα. Εκεί που όλες μου οι αναμνήσεις βρίσκονται. Εκεί που έκλαψα και πόνεσα περισσότερο από ποτέ... Ξαναγυρνάμε πίσω, λοιπόν....

_______________

Κοίταζα προσεκτικά όλα τα μέρη, τις γειτονιές, τα σπίτια, τα μαγαζιά, τις πλατείες, τα σχολεία. Όλα είχαν αλλάξει. Λίγα πράγματα είχαν μείνει ίδια.

Mom- Φτάσαμε. είπε περνώντας μια βαθιά ανάσα πριν κατέβει από το αυτοκίνητο.

Mom- Είσαι έτοιμη? με ρώτησε με μια βαριά λύπη να σχηματίζεται στο πρόσωπο της

Την κοίταξα. Κούνησα αργά και καταφατικά το κεφάλι μου με ένα σοβαρό, και χωρίς συναίσθημα, ύφος.

Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμη για αυτό. Ίσως να έχουν περάσει χρόνια από τότε, αλλά ακόμη νιώθω πως δεν μπορώ να το κάνω...

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο. Κοίταξα το σπίτι. Το ξανά κοίταξα. Ένιωσα ένα ίχνος λύπης να με "αγκαλιάζει". Η μαμά μου κατάλαβε τι έτρεχε. Με κοίταξε, μου χάιδεψε τον ώμο μου και μου ψιθύρισε στο αυτί

"Μπορείς" με σιγουριά

Άνοιξε αργά την πόρτα. Πήραμε και οι δύο μας μια βαθιά ανάσα και μπήκαμε μέσα.

Όλες μου οι αναμνήσεις ήταν εκεί. Ξεχασμένες και καταχωνιασμένες σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Καλές και κακές. Άσχημες και όμορφες.

Κοίταξα ξανά το σπίτι. Ανέβηκα αργά αργά την σκάλα, ακουμπώντας τα σκονισμένα κάγκελα. Αντίκρισα έναν διάδρομο γεμάτο με παιδικές φωνούλες οι οποίες ανήκαν στον παιδικό εαυτό μου. Σε αυτόν που ένιωθα πιο χαρούμενη από ποτέ...

Συνέχισα αργά προς το παλιό μου δωμάτιο. Κοντοστάθηκα για λίγο στην πόρτα του δωματίου. Καυτά δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο μου.

"Έχουμε πολύ δουλειά, έτσι δεν είναι?" είπε η μαμά φέρνοντας κάποιες κούτες

"Ναι, έχουμε." είπα σκουπίζοντας τα δάκρυα μου και παίρνοντας μια τυχαία κούτα στα χέρια μου
_______________

Αυτή είναι η μαμά μου. Αυτή που πάντα ήταν δίπλα μου σε όλα. Που πάντοτε στεκόταν στα εύκολα αλλά και στα δύσκολα. Εκεί που χρειάστηκε και εκεί που όχι. Ήταν η μοναδική φίλη που είχα και ήθελα να έχω. Ήταν διάφοροι οι ρόλοι της στην ζωή μου. Αδελφή, φίλη, κολλητή. Μα ο πιο σημαντικός ήταν ο ρόλος της μαμάς. Μα και ο πιο δύσκολος. Όλα αυτά τα χρόνια, με ανεχόταν χωρίς παράπονο. Ήταν η μόνη που έβλεπε τον αληθινό, καλό και γλυκό μου εαυτό. Ποτέ δεν με έκρινε για αυτό που ήμουν ή ποια είμαι. Για το αν θα έκανα κάτι στην ζωή μου ή όχι. Ποτέ δεν σταμάτησε να με αγαπάει.
_______________

Άνοιξα την κούτα που κρατούσα στα χέρια μου. Άρχισα να βγάζω με προσοχή τα πράγματα από μέσα. Τα έβαζα σε πρόχειρες στοίβες μέχρι να αποφάσιζα που θα τα τοποθετούσα...
_

𝐓𝐇𝐄 𝐆𝐈𝐑𝐋 𝐅𝐑𝐎𝐌 𝐍𝐎𝐖𝐇𝐄𝐑𝐄Where stories live. Discover now