Τσεκουράτα

0 0 0
                                    

Ξυπνάω επιτέλους μετά από αυτή την εφιαλτική νύχτα και βγαίνω έξω από το δωμάτιο για να πάω στην κουζίνα να φάω κάτι.

Εκεί βλέπω τον Άγγελο να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και να τρώει βιαστικά.

Ε: Θα πνιγείς!

Λέω ειρωνικά.

Α: Με νευράκια ξυπνήσαμε;

Ε: Γιατί νομίζεις ότι κοιμήθηκα και καθόλου;!

Α: Σωστό κι αυτό.

Λέει με νικητήριο βλέμμα και κάνω ένα μορφασμό αηδίας.

Ακούω την πόρτα του Άγγελου να ανοίγει και βγαίνει η ξανθόψιρα. Ακόμα εδώ είναι αυτή;!

Ξανθόψιρα: Καλημέρα μωρό μουυυ!

Λέει και τον φιλάει λες κι εγώ δεν υπάρχω εδώ πέρα, κοντεύουν να το ξανά κάνουν εδώ μπροστά μου πρωινιάτικα!

Ε: Γκχ γκχ...

Ξεροβήχω διακριτικά μπας και σταματήσουν.

Ξ: Αα καλημέρα, η μικρή σου αδερφή;

Λέει και κοιτάει τον Άγγελο.

Τι είπε η ηλίθια;!

Ε μοιάζεις λίγο με μικρό κακομαθημένο.

Α: Ε όχι η καινούργια μου συγκάτοικος.

Ξ: Μάλιστα...

Λέει με ξινό ύφος.

Α δεν ακούσω ούτε μια φορά το όνομα της θα συνεχίσω απλά να την λέω ξανθόψιρα!!

Του δίνει ακόμα ένα φιλί και μετά φεύγει.

Εγώ αρχίζω να φτιάχνω το πρωινό μου αλλά με πολλάααα νευρααα! Αυτός απλά πίνει το καφεδάκι του, αλλά νιώθω το βλέμμα του πάνω μου να με καίει.

Κλείνω το ψυγείο και έτσι όπως γυρίσω για να φύγω πέφτω πάνω σε κάτι σκληρό.
Α άκυρο ο Άγγελος είναι.

Ε: Τι κάνεις;!

Λέω ενώ τον κοιτάω στα μάτια.

Α: Προσπαθώ να πάρω το γάλα από το ψυγείο, αλλά μήπως δεν επιτρέπεται κι αυτό;

Λέει όλο ειρωνία.

Ε: Μπορούσες να περιμένεις 1 λεπτό!

Λέω ενώ ρολάρω τα μάτια μου.

Α: Βιάζομαι...

Λέει και με στριμώχνει περισσότερο μέσα στο ψυγείο για να πάρει αυτό που ήθελε.

Τι ζώο Θεέ μουυυ;!!

Εεε έχει κολλήσει λίγο όλος πάνω μου. Στη προσπάθεια μου να φύγω απλά έτσι κολλάει περισσότερο πάνω μου.

Ε: Μπορείς να με αφήσεις να περάσω επιτέλους;!

Λέω όλο νεύρα και αγανάκτηση.

Α: Γιατί; Δεν σου αρέσει έτσι;

Λέει με πονηρό βλέμμα.

ΙΙΙΙ!

Σκουλίκηηηηηηηη!

Εγώ όμως έχω αρχίσει να κοκκινίζω, ελπίζω να μην το έχει προσέξει!

Γι' αυτό προσπαθώ και να τον σπρώξω χτυπώντας τον στο στήθος, αλλά αυτός ούτε που κουνιέται.

Από τσιμέντο είναι;!

Δηλαδή αν θέλει να με βιάσει; Δεν υπάρχει καμία ελπίδα!

Έρχεται σιγά σιγά κοντά στο πρόσωπο μου και είμαστε σε απόσταση αναπνοής.

Α: Πάντα τόσα νεύρα έχεις;

Λέει κάπως ψιθυριστά και αισθησιακά.

Φοκουυυυς!

Κάπως, δεν ξέρω κι εγώ πως, περνώ το θάρρος και του λέω σαν απάντηση...

Ε: Πάντα είσαι τόσο ΜΑΛΑΚΑΣ;!

Λέω και το μαλάκας το φωνάζω μέσα στην μούρη του.

Τα χαρακτηριστικά του αγρίεψαν, όλος παραδόξως με ελευθέρωσε από το κράτημα του και έτσι μπόρεσα να απομακρυνθώ από το ψυγείο.

Δεν λέει τίποτα απλά ανοίγει την πόρτα και φεύγει.

Αχού μωρέ τον προσβάλαμε τον κάγκουρα; Χέστηκα! Να σηκωθεί να φύγει μπας και ησυχάσουμε λίγο εδώ μέσα!



Συγκατοίκηση με αυτόν;! Nope!Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα