XXXIX Άνοδος και Πτώση ενός Ήρωα

Start from the beginning
                                    

Πέρασαν οχτώ χρόνια. Τον είδε, όταν επέστρεψε στη Φθία πάνω σε ένα πλοίο, με βλέμμα σκυθρωπό, σκοτεινιασμένο, απότομα προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Δίπλα του, βρισκόταν ένας άνδρας παράδοξα επιβλητικός, αδιόρατα σιωπηλός, που αργότερα έμαθε ότι ήταν ο Οδυσσέας. Τον είχε βρει, τον είχε ανακαλύψει στη Σκύρο, κρυμμένο σε γυναίκες, φουστάνια και κοσμήματα μύρια, νυμφευμένο μυστικά με μια βασιλοπούλα και πατέρα ενός γιού που κόντευε ήδη τα οχτώ έτη. Είχε γίνει βλοσυρός, είχε ανδρωθεί πλήρως μέσα σε λίγες στιγμές κι ο Πάτροκλος εντόπισε τον λόγο· ήξερε ότι δε θα έβλεπε ποτέ ξανά το παιδί του.

«Θα έρθεις μαζί μου στον Πόλεμο;» Τον είχε ρωτήσει απλά, σχεδόν παγωμένα κι εκείνος είχε δεχθεί χωρίς δεύτερη σκέψη.

Εξάλλου, το γνώριζε· ακόμη και στα Τάρταρα θα κατέβαινε μαζί του. Πόσο μάλλον μετά τον όρκο που είχαν συνθέσει μόνοι, κάτω από τον έναστρο ουρανό του Πηλίου, με τον αστερισμό του Ωρίωνα μπροστά στον Σκορπιό ως μόνους φωτισμούς. Βούρκωνε και μόνο στη σκέψη. Είχαν σφραγίσει τον λόγο με αίμα κι ασπασμούς διάπυρους, διακαείς, μανιώδεις.

Ο Πάτροκλος βρέθηκε έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα επιτέλους. Το βήμα βαρύ όσο ποτέ άλλοτε, τον είχε οδηγήσει βραδέως κι εξαντλημένα, σαν τσακισμένο από τις Μοίρες γέροντα. Ένιωθε πως σε λίγες ημέρες, είχαν στραγγίξει όλα του τα νιάτα, δεν είχε μείνει παρά ένα κουρέλι, ένα κούφιο, κίβδηλο κέλυφος, ανδρείκελο της παλιάς αίγλης. Δεν τον πείραζε που βρισκόταν πάντοτε στη σκιά του Αχιλλέα. Ήταν βέβαιος ότι αποτελούσε μεγαλύτερη τιμή και περηφάνεια από ό,τι συνέβαινε σε πολλά άλλα πρόσωπα, πολύ πιο επιφανή κι αναγνωρίσιμα από το δικό του. Μόνο και μόνο που μπορούσε ανέκαθεν να παρακολουθεί από απόσταση αναπνοής τον άψογο ημίθεο στη γη, επρόκειτο για ανείπωτη χαρά, συγκίνηση και μεγαλείο.

Τράβηξε ανεπαίσθητα, με διακριτικότητα που είχε αναπτύξει με τα χρόνια το πλεκτό ύφασμα που χρησίμευε ως θύρα κι εισήλθε χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Φρουρός στεκόταν ένας και μοναδικός Μυρμιδών ονόματι Ώτος -αν δεν έκανε λάθος- που τον άφησε ανενόχλητο. Ήδη φαινόταν στυφός κι ανήσυχος· άκουγε τις ιαχές, τα ουρλιαχτά, τις κλαγγές, ήθελε να πολεμήσει. Δε θα παρέμβαινε ποτέ, όμως, την προσταγή του κυρίου του. Όσο ο Αχιλλέας απείχε της μάχης, το ίδιο θα έπρατταν οι Μυρμιδόνες.

Δεν βρήκε κάπου τον Πηλείδη, σίγουρα όχι κάπου φανερά και δεν τον φώναξε. Ίσως περνούσε την ώρα του με τη Διομήδη ξανά, ίσως κοιμόταν σε ένα απίθανο σημείο ή απλά ρέμβαζε, αποκομμένος από τα πάντα. Ένας μακρινός ήχος από σκοινιά και φορτώματα αρκούσε για να καταλάβει· επέβλεπε τις προετοιμασίες για τη φυγή τους. Δεν είχε αλλάξει γνώμη.

Ο Τρωικός Πόλεμος [Cover By -truesoul]Where stories live. Discover now