Κεφάλαιο 11

64 10 23
                                    

Tο φως του φεγγαριού  έλουζε το δωμάτιο της Ηρούς ενώ τα αστέρια είχαν βγει σεργιάνι στον σκοτεινό ουρανό της Αθήνας καθώς η Ηρώ άλλαζε γρήγορα πετώντας την νυχτικιά της στο κρεβάτι και φορώντας ένα λευκό βαμβακερό φόρεμα σε άλφα γραμμή και με μήκος μέχρι το γόνατο συνδυάζοντας το με τις αγαπημένες της μπαλαρίνες. Άφησε τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της λυτά και ψέκασε δύο σταγόνες αρώματος στον κρινένιο λαιμό της. Δεν είχε όρεξη να βαφτεί περισσότερο, το θεωρούσε περιττό. Έτσι, για άλλη μια φορά με το φεγγάρι και την νύχτα να είναι σύμμαχοι της η Ηρώ κατέβηκε προσεκτικά από την ξύλινη σκάλα και έτρεξε για να φθάσει στην ώρα της στην γιορτή του Αρσάκειου φυσικά με χίλιες προφυλάξεις.  Ωστόσο, φεύγοντας άφησε το παράθυρο της ορθάνοιχτο με αποτέλεσμα ο δυνατός αέρας να ρίξει μια ξύλινη φωτογραφία της οικογένειας της στο πάτωμα αμαστατώνοντας την Ελένη που σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι για να μην ξυπνήσει τον σύζυγο της και ανέβηκε στο δωμάτιο της θυγατέρας της για να βρει άδειο το κρεβάτι. Έκλεισε το παράθυρο αφού η Ηρώ είχε κλειδιά του σπιτιού, έκανε το σταυρό της και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα τσάι για να ηρεμήσουν τα τεντωμένα της νεύρα.
Μετά τον καβγά τους , οι σχέσεις πατέρα και κόρης  είχαν κλονιστεί ανεπανόρθωτα . Η καστανομάλλα κοπέλα είχε τρομάξει και θυμώσει ταυτόχρονα από την συμπεριφορά του Παναγιώτη τόσο που με το ζόρι ανταλλαζαν πλέον μια καλημέρα και πολλές φορές έμενε νηστική εξαιτίας της άρνησης της να κατέβει να φάνε όλοι μαζί το μεσημεριανό γεύμα παρά τις επίμονες παρακλήσεις της Ελένης. Ήταν σαν να είχε υψωθεί ένα αόρατο παγωμένο τείχος ανάμεσα στους γονείς και την Ηρώ, ένα τείχος που επέτρεπε την έκφραση των συναισθημάτων της μόνο στον εαυτό της καθώς δεν ήθελε να καταλάβει κανένας την κατάσταση της. Είχε ανθρώπους που την πίστευαν, που την νόμιζαν αλύγιστη αλλά δεν ήξεραν πως ακόμη και την χορδή της κιθάρας να τεντώσεις πάρα πολύ, κάποια στιγμή θα σπάσει.
Η Ηρώ μπήκε μέσα στο κτίριο του σχολείου της και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα των εκδηλώσεων. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στις αίθουσες του επάνω ορόφου ανοίγοντας την πρώτη πόρτα. Εκεί μέσα ήταν η αίθουσα εκδηλώσεων που ήταν η μεγαλύτερη του σχολείου της. Διέθετε σειρές από μαλακά μπλε καθίσματα, ήταν βαμμένη σε μια απαλή κρεμ απόχρωση και ήταν πάντα φωτεινή και καθαρή. Μπροστά από τις θέσεις, υπήρχαν τρία σκαλοπάτια τα οποία οδηγούσαν σε μια κυκλικό χώρο και πίσω υπήρχε ένας μεγάλος λευκός πίνακας. Ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν είδε τους συμμαθητές της να γελούν αμέριμνοι χορεύοντας βαλς και κάθισε να τους καμαρώσει καθώς σπάνια τους έβλεπε ανέμελους. Τα κορίτσια φορούσαν όμορφα φορέματα σε ανοιχτά χρώματα και είχαν βαφτεί με επιμέλεια προσπαθώντας να κρύψουν τους μαύρους κύκλους της πείνας κάτω από τα μάτια τους ενώ τα αγόρια ήταν ντυμένα με παντελόνια και πουκάμισα. Μπροστά της, έβλεπε νέους ανθρώπους που παρά την μιζέρια και τις κακουχίες του πολέμου, ήθελαν να ζήσουν την στιγμή, ήθελαν να ξεχάσουν  τα βάρη της καθημερινότητας τους με μουσική, γέλιο και χαμόγελα έστω και για ένα βράδυ.
  Το μυαλό της πήγε μερικά χρόνια πίσω καθώς αυτή η αίθουσα ήταν συνδεδεμένη με τις παιδικές της αναμνήσεις. Θυμόταν ολοκάθαρα μια θεατρική παράσταση που είχαν ανεβάσει, τα κοστούμια και τον ενθουσιασμό των παιδιών που πάνω στην σκηνή φέρθηκαν σαν επαγγελματίες ηθοποιοί, θυμόταν τον εαυτό της να απαγγέλει ποιήματα ή να διαβάζει αποσπάσματα από τα λογοτεχνικά βιβλία που κοσμούσαν την βιβλιοθήκη του σπιτιού της, δίνοντας τροφή για σκέψη και συζήτηση. Ένα απαλό άγγιγμα  χέρι στο δεξί της  ώμο απέσπασε την προσοχή της από τις σκέψεις της και γυρίζοντας το κεφάλι της είδε την κυρία Ζαφειριου να της χαμογελά φιλικά. Ήταν μια πανέμορφη λυγερόκορμη νέα γυναίκα γύρω στα 35 της χρόνια με οβάλ πρόσωπο, σκούρα γαλανά μάτια που έδεναν υπέροχα με την γαλλική της  μύτη, την λευκή πορσελάνινη επιδερμίδα και τα λεπτά της χείλη που πικρό λόγο δεν είχαν  πει ποτέ  σε κανέναν. Στο λεπτό της δάχτυλο δέσποζε η χρυσή βέρα του γάμου της με χαραγμένα επάνω της το όνομα το δικό της και του συζύγου της. Σήμερα, ήταν πολύ κομψά ντυμένη με μια σκούρα μπλε πλισέ φούστα και ένα δαντελένιο πουκάμισο με μαύρα μικρά κουμπάκια ενώ από τα αυτιά της κρέμονταν μικροί χρυσοί κρίκοι.
««Μπορώ να καθίσω κορίτσι μου?»» ρώτησε ευγενικά με την Ηρώ να γνέφει καταφατικά χαμογελώντας της με συμπάθεια.
««Εσύ δεν θα πας να χορέψεις?»» απόρησε και η Ηρώ εγνεψε αρνητικά.
«« Συγγνώμη, μήπως ξέρετε που είναι η Ειρήνη και ο Άγγελος?»» 
««Κορίτσι μου, οι φασίστες συνέλαβαν τον αδελφό της και τον έχουν στο Χαϊδάρι. Μακάρι να επιβιώσει το παιδι»» είπε με πικρία η Ζαφειριου με την Ηρώ να σμίγει τα φρύδια της από ανησυχία. Σε πρώτη ευκαιρία θα πήγαινε να την έβλεπε όμως τα γεγονότα την πρόλαβαν. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν να πουν κουβέντα παραπάνω καθώς μία ανδρική φωνή ακούστηκε στον χώρο λέγοντας στους μαθητές να κάνουν ησυχία  και ο Μάρκος έκανε την εμφάνιση του ντυμένος στα μαύρα σαν κοράκι. Μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, μαλλιά καλοχτενισμένα τραβηγμένα προς τα πίσω που άφηναν να φανεί το σκούρο βλέμμα του γεμάτο από καλοσύνη.
  Η Ηρώ είδε τον Άγγελο και ένα άλλο αγόρι, τον Μάριο να κουβαλούν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ακουμπώντας το στα δεξιά της πίστας. Τα παιδιά κατέβηκαν και παρακολουθούσαν με λαίμαργα μάτια άλλους  μεγαλύτερους μαθητές  που φορώντας στο κεφάλι τους λευκά καπέλα και λευκές ποδιές με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο λες και συμμετείχαν σε κάποιο αστείο ή ένα υπέροχο μυστικό , κουβαλούσαν με μεγάλη προσοχή δίσκους που το περιεχόμενο τους ήταν κρυμμένο από μεγάλα καπάκια. Ο Μάρκος πλησίασε παραπάνω και ξεκίνησε τον λόγο του αφού η μουσική είχε πλέον κλείσει. :
««Καλησπέρα παιδιά μου. Είμαι ο καινούργιος καθηγητής της ιστορίας ο Μάρκος Ανδρεάδης και σε συνεργασία με την κυρία Ζαφειριου αποφασίσαμε να διοργανώσουμε μια βραδιά αποκλειστικά για εσάς. Είχαμε προβλέψει ότι μετά από χορό, θα είστε πεινασμένοι και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μαθητές σε συνεργασία με την κυρία Ζαφειρίου  δέχθηκαν να δώσουν μια λύση.»» Ο Μάρκος κατευθύνθηκε προς την μεριά του τραπεζιού αρχίζοντας να αποκαλύπτει ένα προς ένα τα  περιεχόμενο των δίσκων.
««Έχουμε λοιπόν φρεσκοζυμωμένο ψωμί, χυλό και μπισκότα όλα από αληθινό αλεύρι και φρέσκα υλικά. Ας μην ξεχνάμε βέβαια τις σοκολάτες μαζί με τις ομελέτες όλα φτιαγμένα από τα χρυσά χέρια της κυρίας και των συμμαθητών σας που κάτι ξέρουν από μαγειρική. »
Τα παιδιά κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια πότε ο ένας τον άλλον και πότε τους δίσκους.
««Ελάτε να φάτε παιδιά μου, όλα για εσάς είναι»» είπε γλυκά ο Μάρκος και παραμέρισε. Σαν ένα σμήνος πεινασμένων περιστεριών, τα παιδιά έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό χωρίς να υπολογίζουν αν χρησιμοποιούσαν τα χέρια τους για να κόψουν κομμάτια φαγητού  ή τα ασημένια μαχαιροπίρουνα, τα στομάχια τους ζητούσαν απεγνωσμένα τροφή με οποιονδήποτε τρόπο. Εντός ολίγων λεπτών, οι περισσότεροι είχαν πασαλειφτεί με τροφές, τα δάχτυλα των χεριών τους είχαν γεμίσει από ψίχουλα λερώνοντας και το πάτωμα αλλά κανένας δεν έδωσε σημασία.
Η Ηρώ χαμογέλασε συγκινημένη από την πράξη των καθηγητών της και αγκάλιασε την κυρία Ζαφειρίου ευχαριστώντας την άηχα για την χαρά που έδωσε στους συμμαθητές της.
««Εσύ δεν θα φας κορίτσι μου?»» ρώτησε ο Μάρκος που είχε καθίσει στην πρώτη θέση της μπροστινής της σειράς.
««Όχι εμείς τα καταφέρνουμε στο σπίτι, ας φάνε εκείνοι το έχουν περισσότερο ανάγκη»» είπε  η Ηρώ κοιτώντας τους τρυφερά. Και πώς να μην το κάνει άλλωστε? Με τους συμμαθητές της είχαν φάει ψωμί και αλάτι, από μικρά παιδιά μεγάλωσαν μαζί πώς λοιπόν μπορούσε να μην νοιάζεται για αυτούς?
Όταν πια καταλάγιασε ο ενθουσιασμός και τα παιδιά γέμισαν το στομάχι τους, ο Μάρκος σηκώθηκε όρθιος με μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο του. Τους έδειξε ένα φιλμ που φανέρωνε όλη την σκληρή πραγματικότητα του πολέμου πάνω στον λευκό πίνακα. Τα παιδιά παρακολουθούσαν με ορθάνοιχτα ματια γεμάτα με τρόμο τα τανκς, τις παρελάσεις με τους ναζί, φωτιά σε σπίτια...
««Σταμάτα το! Σε ικετεύω κλειστο το!»» φώναξε η Ηρώ και ο Μάρκος αμέσως υπάκουσε κοιτώντας τα χλωμά πρόσωπα των παιδιών και τα δακρυσμένα μάτια της Ηρούς.
«« Ζητώ συγγνώμη για την οποιαδήποτε αναστάτωση και τρόμο. Αλλά καλό θα είναι να είστε συνειδητοποιημένοι για το τι γίνεται στην ίδια σας την χώρα και στον κόσμο γενικότερα. Όσα προλάβαμε να δούμε, αποτελούν την αλήθεια του πολέμου, κάθε πολέμου. Φωτιά, όλεθρος, θάνατος. Αυτές οι βόμβες έχουν τινάξει ανθρώπους και ολόκληρες περιουσίες στον αέρα, ίσως και ολόκληρα χωριά. Οι Ναζί έχουν επιβάλλει το δίκαιο του κατακτητή σφίγγοντας τον λαιμό της Ευρώπης αργά και βασανιστικά μέχρι να γίνουν εκείνοι οι απόλυτοι κυρίαρχοι πράγμα που δεν θα τους το επιτρέψουμε εμείς. Άλλωστε, ο σβέρκος του Έλληνα δεν ανέχεται για πολύ τον ντορβά, η ιστορία μας έχει πολλά παραδείγματα. Αν κάτι έχει σώσει αυτήν την χώρα είναι η ψυχή της. Οι Ναζί δεν έχουν κίνητρο. Ο φόβος δεν αποτελεί κίνητρο για να πολεμήσει κάποιος με πίστη για την πατρίδα του. Και επειδή έχω περάσει κάποια χρόνια στην Γερμανία έχω να σας πω ότι όποιος δεν υπακούει στις εντολές του Χίτλερ στην καλύτερη περίπτωση καταλήγει με μια σφαίρα στο κεφάλι εκτελεσμένος από το καθεστώς ως προδότης. Αλλωστε, αυτά είναι τα όπλα κάθε δικτάτορα. Ο τρόμος μαζί με την υποσχεσιολογία. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Θέλετε λοιπόν να γίνετε και εσείς υποδουλοι? Θέλετε να έχετε αφεντικό πάνω από το κεφάλι σας που να αποφασίζει την ζωή ή τον θάνατο σας?»»
Απάντηση δεν ακούστηκε έτσι συνέχισε.
Πρέπει να καταλάβετε ότι όλα γίνονται για εσάς τα νέα παιδιά. Εμείς οι μεγάλοι δεν νοιαζόμαστε για τους εαυτούς μας , ένα πιάτο φαγητό μας φθάνει. Ούτως ή άλλως εμείς  ό, τι ήταν να  κάνουμε το έχουμε κάνει για τον εαυτό μας. Τα παιδιά, οι νέοι λένε είναι το μέλλον μιας χώρας. Αν θέλετε οι γιοι και οι κόρες σας να ζήσουν στην σκλαβιά, να μην μπορούν να σηκώσουν κεφάλι από την μπότα  των Γερμανών που θα τους πατά  στο σβέρκο, κακό δικό σας. Αν όμως δεν θέλετε αυτό να γίνει και απεχθάνεστε την ιδέα, υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα να κάνετε από το χορεύετε βαλς τα βράδια»» 
««Τι μπορούμε να κάνουμε κύριε?»» ρώτησε ο Θοδωρής ένα γερό παλικάρι με μελί μάτια, καστανά μαλλιά και γεροδεμένο ψηλό σώμα.
««Οσοι θέλετε να μάθετε τι εννοώ ελάτε κάτω μαζί μου στο υπόγειο. Όσοι δεν θέλετε πάλι είναι δικαίωμα σας και μπορείτε να επιστρέψετε στην ασφάλεια των σπιτιών σας.»»
Ο Μάρκος ξεκίνησε να προχωρά χωρίς να κοιτάξει πίσω του με την Ηρώ, τον Θοδωρή, την κυρία Ζαφεριου και τα περισσότερα παιδιά να τον ακολουθούν αμέσως χωρίς να δώσουν σημασία σε όσους επέλεξαν να κάνουν το αντίθετο, ήταν άξιοι της μοίρας τους.
Κατευθύνθηκαν στον μεγάλο χώρου του υπογείου και μέσα σε τενεκέδες αραίωναν ασβέστη  βάζοντας μέσα μαύρο ή μπλε χρώμα. Το πρωί οι αφίσες των χιτλερικων ήταν κατεβασμενές και είχαν αντικατασταθεί από συνθήματα όπως ««Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!»», ««Δεν θα περάσει ο φασισμός»», ««Θάνατος στον Χίτλερ!»» Και οι καρδιές στυλώνονταν, η ελπίδα ξαναγεννιόταν από τις στάχτες της όπως ο φοίνικας και οι Γερμανοί τραβούσαν τα μαλλιά τους μην μπορώντας να βρουν τον ένοχο.

Η Ανδρεία Είναι Γένος Θηλυκού #TYS2023Where stories live. Discover now