Κεφάλαιο 6

69 13 30
                                    

   Ο Γιάννης ή Γιαννάκης όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά η οικογένεια μαζί με τους φίλους του βρίσκονταν εδώ και ώρα στην οδό Αθηνάς παλεύοντας να πουλήσει με βαριά καρδιά  το ρολόι του μαζί με την αλυσίδα που στο κέντρο είχε το μονόγραμμα του ονόματος του, δώρα της αδελφής του όταν πήρε το πτυχίο του παιδαγωγού. Αλλά άδικα πήγε τόσο διάβασμα καθώς ο πόλεμος μαζί με την σκληρή γερμανική κατοχή άρπαξε τα όνειρα του σκορπίζοντας τα στον άνεμο. Πλέον, προσπαθούσε να συμπληρώσει το εισόδημα της οικογένειας του καθώς ο πατέρας του ήταν άνεργος και η μητέρα του ασχολούνταν αποκλειστικά με τα οικιακά θέματα του σπιτιού. Ο Γιάννης ήταν επιδέξιος τεχνίτης. Γύρναγε από σπίτι σε σπίτι επιδιορθώνοντας  ό, τι χρειαζόταν η γειτονιά με τους ανθρώπους να του δίνουν ό, τι είχαν από το υστέρημα τους καθώς χρήματα δεν περίσσευαν. Έπαιρνε πότε λίγη σούπα, πότε μπισκότα με ελάχιστο αλεύρι τα οποία πήγαινε στο σπίτι του για να τα μοιραστούν όλοι μαζί, πότε του έδιναν ζάχαρη, καλαμποκάλευρο μαζί με χαλβά που αποτελούσε πολυτέλεια για αυτούς.
  Οι Αθηναίοι με τον πρώτο χρόνο κατοχής από τους ναζί είχαν βάλει μπροστά το ανταλλακτικό εμπόριο και για αυτό φημιζόταν η συγκεκριμένη οδός. Παπούτσια, ρούχα, έπιπλα, μαγειρεμένα φαγητά και σαπούνια αμφιβόλου ποιότητας ήταν αραδιασμένα σε πρόχειρους πάγκους με τους πωλητές που ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας να κοιτούν με λαιμαργία τα χρήματα που έβγαιναν από τις χούφτες  καθώς μόνο με αυτά τα καταραμένα μπορούσαν να αγοράσουν φαγητό που θα τους εξασφάλιζε την επιβίωση.
   Ο Γιαννάκης ήταν ο μεγαλύτερος  αδελφός της Μαργαρίτας που δούλευε στην κουζίνα ενός εστιατορίου στο κέντρο που σέρβιρε αποκλειστικά και μόνο Γερμανούς. Το τι είχαν δει τα μάτια του δεν περιγραφόταν. Στρατιώτες και αξιωματικοί σε μεγάλες παρέες έτρωγαν και έπιναν όσο μπορούσαν και σαν πλήρωναν τον λογαριασμό και έφευγαν, τους άκουγε που έκαναν εμετό από την πίσω πόρτα της κουζίνας που μόνο το προσωπικό είχε κλειδιά. Μια φορά είχε πάει έξω να καθαρίσει την αυλή όταν με μεγάλη έκπληξη που μετατράπηκε γρήγορα σε αηδία είδε ένα μικρό παιδάκι να είναι σκυμμένο πάνω από το σημείο που είχε κάνει εμετό ένας ναζί προ ολίγου. Ο Γιάννης έτρεξε αμέσως μετά στο μικρό μπάνιο ρίχνοντας άφθονο κρύο νερό στο πρόσωπο του μα η εικόνα του είχε εντυπωθεί στο νου και δεν θα έφευγε ποτέ. Η αδελφή του που συμμετείχε εθελοντικά στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού επέστρεφε φουριόζα στο σπίτι με κόκκινα από το κλάμα μάτια καθώς δεν άντεχε να αντικρίζει κουρελιασμένα παιδιά που σκοτώνονταν για ένα κυπελλάκι νερόβραστης φακής ή σκοτωμούς μεταξύ γονέων για λίγα φρούτα ή κρέας περισσότερο κάτω από τον μονίμως συννεφιασμένο ουρανό. Ήταν λες και ο Θεός είχε τραβήξει μια κουρτίνα για να μην βλέπει την κατάντια των δημιούργημάτων Του.
  Τις φωνές των πωλητών που παίνευαν ο καθένας την πραμάτεια του μαζί με τα παζαρέματα διέκοψε ο θόρυβος μηχανών μαζί με απότομα σπινιαρίσματα αυτοκινήτων. Ο κόσμος σάστισε και σταμάτησε ό τι έκανε κοιτώντας αλλόφρων δεξιά και αριστερά.
««Μπλόκο! Μπλόκο!»» ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές με γυναίκες και άντρες να τρέχουν δεξιά και αριστερά όμως κανένας τους δεν πρόλαβε να φύγει γιατί πολύ απλά τους είχαν περικυκλώσει από παντού στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα. Ο Γιάννης ένιωθε τα μαύρα μπουκλωτά κοντά μαλλιά του να έχουν κολλήσει στο μέτωπο από τον κρύο ιδρώτα ωστόσο με αργές κινήσεις έβαλε το μονόγραμμα μαζί με το ρολόι στις τσέπες του καφέ παλτού του. Τα μαύρα μάτια του παρατηρούσαν με μεγάλη προσοχή τα πέτρινα πρόσωπα των στρατιωτών που γάβγιζαν εντολές στα γερμανικά σπρώχνοντας προς τα πίσω τον κόσμο.
Μια μαύρη μερσεντές σταμάτησε λίγα μέτρα μπροστά τους μαζί με μια στρατιωτική κλούβα. Η μικρή ομάδα στάθηκε  μπροστά τους ευθυτενής  παρατηρώντας το τρομοκρατημένο πλήθος με σαδιστική ικανοποίηση που ασκούσαν εξουσία. Ο Λυκούργος προχώρησε δίπλα δίπλα με έναν Γερμανό αξιωματικό μεταφράζοντας τις εντολές του ενώ δύο δεκανείς έκαναν κύκλους γύρω τους σαν γεράκια.
««Εχθές την νύχτα δολοφονήθηκε ένας Γερμανός αξιωματικός. Η κάθε παράβαση θα τιμωρείται με θάνατο, πρέπει να μάθετε επιτέλους την θέση σας! Ο ένοχος δεν έχει βρεθεί ακόμη. Ως αντίποινα, λοιπόν θα συλληφθούν δέκα πολίτες οι οποίοι θα μεταφερθούν στις φυλακές του Χαϊδαριού! Οι άντρες αριστερά, οι γυναίκες δεξιά!»» πρόφερε αποφασιστικά ο Λυκούργος με τους στρατιώτες να χτυπούν οποιον δεν συμμορφωνόταν με τα κοντάκια των όπλων. Ένα αγοράκι χτύπησε στο πόδι έναν δεκανέα και εκείνος κοπάνησε το κεφάλι του στον τοίχο ανοίγοντας το σαν καρπούζι με τα ουρλιαχτά της μάνας να τρυπούν τα τύμπανα όλων τους. Μέχρι που ένας πυροβολισμός τους επέβαλλε την ησυχία και το άψυχο σώμα της γυναίκας έπεσε με πάταγο στο έδαφος έχοντας μια τρύπα στο κεφάλι από την οποία κυλούσε άλικο αίμα. Ο Γιάννης συγκράτησε τα δάκρυα του και έσφιξε τα χείλη του σε μια λεπτή γραμμή. Τα δάκρυα ήταν για άλλη ώρα, ας έβγαινε ζωντανός τώρα απο την διαλογή των μελλοθάνατων. Όλοι ήξεραν πως Χαϊδάρι και Καισαριανή σημαίνουν θάνατο μα εκείνος ήθελε να γλιτώσει.
««Και τώρα»”» ψιθύρισε σατανικά ο Λυκούργος νεύοντας σε  έναν άντρα με ογκώδη σωματική διάπλαση και έχοντας καλυμμένο το κεφάλι του με μια μαύρη κουκούλα από την οποία μόνο τα μάτια φαίνονταν άρχισε να πηγαίνει από αριστερά προς τα δεξιά κοιτώντας άντρες και γυναίκες ψυχρά για λίγα λεπτά βαθιά στα μάτια.
  Σταμάτησε μπροστά από έναν ψύχραιμο καστανομάλλη  άντρα με ευγενικά χαρακτηριστικά και ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Ο κουκουλοφόρος τον έδειξε με το δάχτυλο και αμέσως οι δεκανείς ξεκίνησαν να τον σπρώχνουν και να τον κλωτσούν σαν να ήταν ένα κομμάτι κρέας.
««Μα τι συμβαίνει καμεράντ?»» ρώτησε ευγενικά ο άνδρας για να πάρει ως απάντηση ένα σπρώξιμο από τον γιακά.
Ο δοσίλογος στάθηκε μπροστά από τον Γιάννη όμως εκείνος κάρφωσε τα μαύρα μάτια του στο ανέκφραστο πρόσωπο του Λυκούργου.
««Κύριε με θυμάστε? Ο Γιαννάκης είμαι, ο φίλος του Κωνσταντίνου»» πρόφερε με σιγουριά για τον εαυτό και ο δοσίλογος έστρεψε παραξενεμένος το βλέμμα του προς τον άνδρα ο οποίος ξεροβηξε κρύβοντας την αμηχανία του. Κάτι του είπε στα γερμανικά και το θανατηφόρο φίδι  πηγε να ρίξει αλλού το δηλητήριο του. Ο Γιάννης έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο ίδιος είχε γλιτώσει όμως τέσσερις  γυναίκες και πέντε άνδρες, οι δύο εξ αυτών ηλικιωμένοι οδηγήθηκαν με βρισιές και βία προς το στρατιωτικό καμιόνι.
Μετά από αυτό το γεγονός, ο κόσμος μουδιασμένος μάζεψε τα πράγματα του αποχωρώντας για την ασφάλεια της οικίας του. Ο Γιαννάκης σταμάτησε έναν εύσωμο κύριο με στραβή τραγιάσκα και μπαλωμένα ρούχα.
««Φίλε μπορείς να με βοηθήσεις να πάμε να θάψουμε το παιδάκι μαζί με την μαμά του?»»
««Θα τους μαζέψω εγώ το βράδυ με το καροτσάκι αγόρι μου. Τώρα την ημέρα λίγο δύσκολα με αυτούς τους διαβόλους να παραμονεύουν σαν τα τσακάλια. Βλέπεις, αυτή είναι η δουλειά μου.»»
««Σε ευχαριστώ πολύ. Έκλαψε η ψυχή μου σήμερα. Είθε στον άλλο κόσμο να βρουν την ειρήνη.»» μουρμούρισε την τελευταία φράση κάνοντας τον σταυρό του με ευλάβεια και τα πόδια του ξεκίνησαν με μουδιασμένα από το φόβο βήματα στο πατρικό του.

Η Ανδρεία Είναι Γένος Θηλυκού #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα