Κεφάλαιο 4

82 14 20
                                    

  Η Ηρώ χτένιζε τα καστανά της μαλλιά που έφθαναν ως τους ώμους της με μια γαλάζια βούρτσα. Κοίταξε δυσανασχετώντας την άχαρη στολή του παρθεναγωγείου του  Αρσάκειου  για τα κορίτσια :μπλε μακριά φούστα με μήκος μέχρι το γόνατο μαζί με μια λευκή μακρυμάνικη μπλούζα και μπαλαρίνες. Απαγορευόταν αυστηρά το μακιγιάζ όπως και το να αφήνουν τα κορίτσια τα μαλλιά τους να χύνονται ελεύθερα έτσι ακολουθώντας τον κανόνα η Ηρώ μάζεψε τα καστανά της μαλλιά σε μια περιποιημένη κοτσίδα.
  Η Ηρώ κατέβηκε τρέχοντας την ελικοειδή ξύλινη σκάλα του σπιτιού της και κατευθύνθηκε προς την μεγάλη τραπεζαρία εκεί όπου λάμβαναν χώρα τα γεύματα της οικογένειας της. Αυτό το τραπέζι κάποτε φιλοξενούσε πλήθος κόσμου που αποτελούνταν από συγγενείς της μητέρας της και φίλους από το δικηγορικό γραφείο του πατέρα της. Σχεδόν η Ηρώ είδε την μητέρα της ως καλή οικοδέσποινα να ετοιμάζει το τραπέζι με τα ασημένια σερβίτσια, τα μαχαιροπίρουνα αυστηρά στην δεξιά  πλευρά τυλιγμένα μέσα σε μια χαρτοπετσέτα και το ποτήρι με το ποτό που ο καθένας επέλεγε να πιει στα αριστερά του. Έπειτα, με την συνοδεία της μονάκριβης κόρης της έφερναν τα ορεκτικά, το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο ακολουθώντας αυστηρά την σειρά του σερβιρίσματος της αριστοκρατίας. Ο πάντα καλοντυμένος πατέρας της έκανε μια πρόποση ξεκινώντας την συζήτηση μιλώντας για ποικίλα θέματα όπως ήταν η πολιτική μαζί με την εργασία του και η μητέρα της πάντα συνομιλούσε για μόδα και τέχνη ενώ η μικρή τότε Ηρώ στήριζε το κεφάλι της στα χέρια ακούγοντας ιστορίες των μεγάλων όπως τις αποκαλούσε τότε. Η σκέψη του παρελθόντος ερχόταν σε ζωντανή αντίθεση με την πραγματικότητα του παρόντος όπου πλέον η τραπεζαρία ήταν άδεια από συζητήσεις, κέφι και εκλεκτό φαγητό αλλά γεμάτη από την αγάπη και το ενδιαφέρον των γονιών της για εκείνη μαζί με τα λιτά γεύματα που η Ελένη, η μητέρα της μπορούσε να φτιάξει με τα περιορισμένα υλικά.
Στην κορυφή του τραπεζιού φτιαγμένο από ξύλο καρυδιάς κάθονταν ο πατέρας της, ο Παναγιώτης, ένας άνδρας με γεροδεμένο ψηλό σώμα που κρατιούνταν καλά στα τριάντα πέντε του χρόνια, μάτια στο χρώμα του εβένου και λεπτά χείλη ενώ την δεξιά θέση είχε καταλάβει η μητέρα της η Ελένη, μία όμορφη γυναίκα με  λεπτή σιλουέτα, μάτια στο χρώμα του φρεσκοκομμένου καφέ και σπαστά καστανά μαλλιά. Στο τραπέζι με το χοντρό καρό τραπεζομάντιλο, υπήρχαν μπροστά από τον καθένα τρία πιάτα με φρυγανιές και στη μέση ένα μεγάλο βάζο γεμάτο με μαρμελάδα. Η Ηρώ κάθισε λέγοντας ««Καλημέρα»» στους γονείς της και όλοι μαζί ξεκίνησαν να απολαμβάνουν το πρωινό τους.
««Μπαμπά, γιατί δεν με αφήνεις να πηγαίνω με τα πόδια στο σχολείο και με πας με το αυτοκίνητο? Και για να έχουμε καλό ρώτημα πώς και έχεις αυτοκίνητο αφού οι Γερμανοί έχουν επιτάξει όλα τα οχήματα?»» ρώτησε με ανασηκωμένο φρύδι η Ηρώ κοιτώντας ευθεία στα μάτια τον πατέρα της περιμένοντας μια ειλικρινή απάντηση. Ο πατέρας της ξεροκατάπιε καθώς ήξερε πως η απάντηση του δεν θα άρεσε καθόλου στην κόρη του.
«« Πλέον, έχω αναλάβει την διοίκηση του δικηγορικού γραφείο του Παλαιολόγου καθώς ο ίδιος είναι απασχολημένος με άλλες δουλειές και... και μου έχει παραχωρήσει το αυτοκίνητο του καθώς οι Ναζί του έχουν δώσει ένα ολοκαίνουριο μαύρο μερσεντές. Δεν σε αφήνω να πας μόνη  σου γιατί η ασφάλεια σου προέχει παρά ο περίπατος με τους  φίλους σου, ζούμε σε επικίνδυνες εποχές »»
««Ο Παλαιολόγου είναι γνωστός χαφιές των χιτλερικών γουρουνιών πατέρα. Τα πάρε δώσε μαζί του μπορεί να σε βάλουν σε κίνδυνο και μαζί με εσένα θα πάρει και εμάς η μπάλα!»» φώναξε και σηκώθηκε όρθια χτυπώντας το χέρι της με δύναμη στο τραπέζι εννοώντας την ίδια και την μητέρα της. Ο πατέρας της την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια όπως και η μητέρα της, έκπληκτοι από την αντίδραση της συνήθως ήρεμης κόρης τους.
««Κάθισε κάτω»» αποκρίθηκε ο πατέρας της με χαμηλή φωνή αλλά με ένταση στα μάτια. Η Ηρώ υπάκουσε καθώς ο επιβλητικός τόνος της φωνής του δεν της έδινε και πολλά περιθώρια, δεν ήθελε άλλωστε να μαλώνει με τον πατέρα της που του είχε μεγάλη αδυναμία.
««Νομίζεις εμένα μου αρέσει να ζω με τον φόβο ή να συνεργάζομαι με ένα κάθαρμα σαν αυτόν? Ξέρω πολύ καλά τι μέρος του λόγου είναι, έχει στείλει πολλούς στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το κάνω όπως είπα για την ασφάλεια σου, δεν μου αρέσει που μπροστά από την πύλη του σχολείου σου υπάρχουν κάθε λογής αλητάκια μαζί με στρατιώτες αυτών των Ούνων που ψάχνουν να κουτουπώσουν μια κοπέλα ούτε οι πάγκοι με τα  στραγάλια και τις δήθεν καραμέλες που ένας Θεός ξέρει από τι έχουν  μέσα.»» συμπλήρωσε τον λόγο του ο Παναγιώτης. Η αλήθεια ήταν πως έξω από την πύλη του σχολείου γινόταν χαμός από αγόρια  που είτε  φλέρταραν με κοπέλες είτε τις παρενοχλούσαν ενώ τα λάγνα βλέμματα των πλανόδιων πωλητών και των στρατιωτών έκαναν ιδιαίτερα άβολη την κατάσταση.
««Μπαμπά έχεις νέα της Νανάς καθόλου? Έχω μέρες να την δω στο Αρσάκειο, η Ειρήνη και εγώ ανησυχούμε»» Η Νανά, η Ειρήνη και η Ηρώ ήταν φίλες από τα παιδικά τους χρόνια. Είχαν περάσει μαζί τις τρέλες των εφηβικών τους χρόνων, χτίζοντας τα όνειρα τους για σπουδές που όμως γκρεμίστηκαν με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα. Η Νανά έκοψε εντελώς την παρέα της μαζί τους και είχε να έρθει στο Αρσάκειο αρκετές εβδομάδες η αλήθεια είναι.
««Η Νανά δεν θα ξαναέρθει στο σχολείο κορίτσι μου »» ακούστηκε η μητέρα της με την χαρακτηριστική απαλή φωνή ρίχνοντας ένα ανήσυχο βλέμμα στον άνδρα της.
««Γιατί?»» ρώτησε σοκαρισμένη αφήνοντας την φρυγανιά να πέσει στο πορσελάνινο πιάτο.
««Γιατί η μητέρα της παντρεύεται με αυτόν τον χαφιέ και έλεγε μάλιστα ότι θα της κάνει του κόσμου τα δώρα και θα την αγαπά σαν κόρη του. Μάλιστα, σήμερα βράδυ  θα  κάνουν μια δεξίωση στο σπίτι της καημένης της Ολυμπίας με καλεσμένα όλα τα ναζιστικά φιλαράκια του από τα οποία υποσχέθηκε να βρει τον καλύτερο για την Νανά. Αν είναι δυνατόν! Είχε το θράσος να μου το προτείνει να πάμε αλλά φυσικά αρνήθηκα»»
««Και πολύ καλά έκανες πατέρα. Η οικογένεια μας είναι τίμια, δεν θα πατήσουμε στο σπίτι αυτής της ξεπλυμένης που ξέχασε τις θυσίες του άνδρα και του παιδιού της, θα τρίζουν τα κόκαλα τους! Καημένη Νανά»
««Μην λες τέτοια λόγια κόρη μου. Προδότες υπάρχουν παντού! Πρόσεχε κακομοίρα μου μην καταλήξεις να μαρτυράς από τα βασανιστήρια σε κάνα μπουντρούμι της Γκεστάπο με λόγια  τόσο αστόχαστα!»» Η Ηρώ αποκρίθηκε ήρεμα :
««Αυτό δεν είναι κατάντια πατέρα μα ύψιστη τιμή! Άλλωστε και ο Ιησούς για μια πίστη δεν μαρτύρησε?»» Ο πατέρας της δεν είπε τίποτε μόνο είπε στην Ηρώ να φορέσει το πανωφόρι της για να έρθει στο αμάξι.
Η ομίχλη μαζί με την βροχή είχαν σκεπάσει την Αθήνα. Η ορατότητα ηταν δύσκολη αναγκάζοντας τον πατέρα της να πηγαίνει πιο αργά στο δρόμο κοιτώντας ανήσυχος την ώρα. Η Ηρώ χάζευε έξω από το παράθυρο στο οποίο έπεφταν ρυθμικά οι σταγόνες της βροχής.
««Μακάρι η βροχή μαζί με τους δρόμους να μπορούσε να ξεπλύνει και την βρώμα της ψυχής μερικών ανθρώπων»» σκέφτηκε η Ηρώ καθώς περνούσαν από γειτονιές ντυμένες στην ένδεια, χωρίς τον κόσμο να σουλατσάρει στα κομψά ζαχαροπλαστεία, σε θέατρα και καφενεία. Η Αθήνα είχε καταντήσει μια πόλη - φάντασμα. Μόνο οι ζητιάνοι κυκλοφορούσαν τόσο πρωί ντυμένοι με τα κουρελιασμένα τους ρούχα και με ξυπόλητα βρώμικα πόδια και ανοιχτόχρωμοι στρατιώτες που παρακολουθούσαν σαν γεράκια για τυχόν ύποπτες κινήσεις. Κόσμος είχε μαζευτεί πάνω από τις ράγες του ηλεκτρικού μαζεύοντας σίγουρα δέκα και παραπάνω πτώματα που είχαν κοιμηθεί εκεί το τελευταίο τους βράδυ σε μια προσπάθεια να βρουν λίγη ζεστασιά.
Επιτέλους, έφθασαν μπροστά από το επιβλητικό κτίριο του Αρσάκειου. Η Ηρώ χαιρέτισε τον πατέρα της με ένα φιλί στο μάγουλο και πήγε να συναντήσει την Ειρήνη που την περίμενε στην αυλή του σχολείου καθώς η κουδούνα που σηματοδοτουσε την έναρξη των μαθημάτων δεν είχε χτυπήσει ακόμη.
Αφού ο πατέρας της είχε ήδη φύγει, η Ηρώ πρόσεξε με την άκρη του ματιού της έναν Γερμανό στρατιώτη που σκούντησε με τρόπο έναν άλλο να την πλησιάζουν έχοντας ένα πρόστυχα χαμόγελα στα χείλη τους. Η Ειρήνη είχε βγει να την προύπαντήσει αλλά έμεινε στήλη άλατος όταν τους πρόσεξε.
««Καλημέρα όμορφες μου δεσποινίδες. Είστε ωραίες , οι πιο ωραίες που έχω δει σε όλη μου την ζωή.»» εξέφρασε τον θαυμασμό του ένας μεθυσμένος στρατιώτης με κόκκινα από το ποτό μάγουλα ενώ ο φίλος του γελούσε πονηρά.
««Αυτά να τα πείτε στην αδελφή σας. Είστε κατακτητές της πατρίδας μας, μας πήρατε το ψωμί από τα χέρια, ο βρωμιαρης ο Χίτλερ έχει κάνει μια ολόκληρη Ευρώπη να κλαίει! Καλύτερα να φύγετε, μας προκαλείτε αηδία και μίσος!»» αποκρίθηκε σε άψογα γερμανικά με στεντορεια φωνή η νεαρή κοπέλα ενώ η Ειρήνη την τραβούσε από τον ώμο της για να φύγουν.
««Ηρώ σε παρακαλώ, άσε τους έχουμε μάθημα»» Η Ειρήνη ήταν έτοιμη να κλάψει καθώς είδε τον έναν στρατιώτη να βγάζει απειλητικά πιστόλι ενώ πλησίασε την Ηρώ ακουμπώντας το κρύο μέταλλο στο μάγουλο της.
  Μέγα λάθος. Η νεαρή κοπέλα τον έφτυσε αμέσως στο δεξί μάτι κάνοντας τον να βγάλει μια βρισιά ενώ η Ειρήνη τράβηξε με δύναμη την Ηρώ προς την αυλή κλείνοντας την καγκελόπορτα στα μούτρα του δεύτερου στρατιώτη!
««Αμάν πια βρε Ηρώ!»» παραπονέθηκε η Ειρήνη αν και θαύμαζε την φίλη της για την θαραλλέα συμπεριφορά της απέναντι στους κατακτητές.
««Άσε μας μωρέ με τους δολοφόνους, τα καθάρματα που θέλουν να κάνουν και αίσχη τα γουρούνια!»» είπε με χαμηλή φωνή αλλά σε τέτοιο τόνο που η Ειρήνη δεν μίλησε άλλο παρά μόνο κάθισε δίπλα της στο έδρανο για να κάνουν μάθημα με την κυρία Ζαφειρίου, την καθηγήτρια της οικιακής οικονομίας. Η Ηρώ πήρε βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσει τα τεντωμένα της νεύρα στρέφοντας όλη της την προσοχή στο αγαπημένο της μάθημα με το χέρι της να παίρνει φωτιά καθώς κρατούσε σημειώσεις στις σελίδες του μπλε της τετραδίου. Το μάθημα διακόπηκε ομως με την είσοδο ενός λοχαγου στην αίθουσα που ενημέρωσε την καθηγήτρια ότι θα επίτασσαν κάποιες αίθουσες ως αποθήκες ««αυστηρά για τις ανάγκες του ναζιστικού στρατού»» όπως τόνισε με έμφαση.
  Η Ειρήνη της πέρασε με προσοχή ένα χαρτάκι διπλωμένο τέσσερις φορές. Η Ηρώ το άνοιξε διακριτικά και διάβασε το περιεχόμενο με το χαμόγελο και την καλή της διάθεση να επιστρέφουν.
««Βρες μια δικαιολογία και έλα στο σπίτι μου στις εφτά. Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι που πιστεύω ότι θα το βρεις ενδιαφέρον.»» κάνοντας την Ηρώ να ανυπομονεί φτιάχνοντας με το μυαλό της χίλια δυο σενάρια.

Η Ανδρεία Είναι Γένος Θηλυκού #TYS2023Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon