" Lorenzo εγώ θα τα βγάλω πέρα, εσυ όμως πρέπει να φύγεις. Δεν θα το αντέξω αν σου κάνει κάτι. " Ήρθε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε κλαίγοντας. Στην αρχή δίστασα, δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Εν τέλη όμως ανταπέδωσα την αγκαλιά της, σφίγγοντας την περισσότερο.

" Rossa, θα σε πάρω από εδώ. Θα έρθεις να μείνεις σπίτι μου και εσυ και τα παιδιά, να γνωρίσεις και κάποια που θέλω. " Της είπα ενώ άρχισα να κατευθύνομαι προς τα δωμάτια των παιδιών με σκοπό να ετοιμάσω τα πράγματα τους.

Εκείνη με σταμάτησε και μπήκε μπροστά μου,
κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.

" Όχι, δεν θα πάμε πουθενά. Ούτε εγώ ούτε τα παιδια, ο πατέρας σου δεν μου έκανε τίποτα, μόνη μου χτύπησα. Έπεσα κάτω. " Απάντησε πιάνοντας το χτυπημένο μέρος του κεφαλιού της. Το συγκεκριμένο χτύπημα ήταν πιο άσχημο από τα υπόλοιπα, ήταν έντονα μελανιασμένο και σχετικά μεγαλύτερο από τα αλλά.

" Καταλαβαίνεις τι λες; Θες να σε σκοτώσει; " Οι φωνές μου αντηχούσαν σε καθε γωνία του σπιτιού. Ήθελα να σπασω τα πάντα εδώ μέσα, γιατί τον καλύπτει ακόμα και τώρα;

" Δεν σου είμαι τίποτα και ποτε δεν θα γίνω. Δεν σε θέλω στην ζωή μου, δεν θέλω να ξαναερθεις ποτε εδώ! Μακριά από την Sofia και τον Milo και τώρα έξω από το σπιτι μου. " Την κοίταξα στα μάτια, δεν μπορώ να πιστέψω όλα αυτά που λέει. Από την μια δείχνει μετανιωμένη και από την άλλη, λέει όλες αυτές τις ασυναρτησίες.

Αφού της έριξα ένα απαξιωτικό βλέμμα έφυγα χτυπώντας την πόρτα πίσω μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο και άρχισα να χτυπάω το τιμόνι με μανία. Νιώθω περίεργα, έχω εναν έντονο πόνο στο στέρνο που με καίει, σαν μαχαίρια είναι. Έντονος και οξύς. Εγώ φταίω όμως, δεν έπρεπε εξαρχής να ασχοληθώ με εκείνη. Όταν την χρειαζόμουν δεν ήταν ποτε εκεί για εμένα.

Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο, πάτησα το γκάζι και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

———————————————————————

Έχει βραδιάσει, ο Lorenzo λείπει από το πρωί και δεν απαντάει σε καμία από τις κλήσεις μου. Ξαφνικά άκουσα το αυτοκίνητο του να σταματάει και κατευθύνθηκα γρήγορα προς την πόρτα. Μπήκε μέσα, μύριζε έντονα αλκοόλ και τσιγάρο. Πέταξε τα κλειδιά και το σακάκι του κάτω, ενώ ξεκουμπωσε τα πρώτα τρία κουμπιά του πουκάμισου του. Με αγνόησε και περπάτησε μέχρι τον καναπέ, έκατσε και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω ξεφυσώντας. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, ενώ παράλληλα έπεφταν στο πρόσωπο του. Τα χέρια του ήταν κόκκινα από το κρύο δημιουργώντας έντονα μελανά σημαδια στις κλειδώσεις των χεριών.

Hard to loveHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin