Η φυγη -Κεφαλαιο 1.

Start from the beginning
                                    

- Γεωργία;, ακούστηκε μία ταραγμένη φωνή και η Βασιλική ένιωσε τη μικρή να την αφήνει και να τρέχει προς μία ψηλή και όμορφη γυναίκα. Όπως έμαθε λίγο πιο μετά, ήταν η θεία της Γεωργίας, η Ιφιγένεια Μηλιώτη.
Από εκείνη τη μέρα, η Βασιλική και η Ιφιγένεια έγιναν φίλες. Ή σωστότερα, από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα γινόντουσαν όλο και περισσότερο φίλες. Εφτά χρόνια μετά, ήταν κολλητές. Η Ιφιγένεια ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερη από τη Βασιλική και μεγάλωνε μόνη το παιδί της αδελφής της, την οποία είχε χάσει σε τροχαίο δυστύχημα μαζί με τον πατέρα της Γεωργίας, λίγο μετά τη γέννηση της μικρής. Ήταν μία γυναίκα δυναμική, έξυπνη και όμορφη, που, ωστόσο, ακόμα υπέφερε από τον θάνατο της δίδυμης αδελφής της. Πλέον στα τριάντα-οκτώ της, η Ιφιγένεια είχε μία επίσημη σχέση η οποία δεν πήγαινε τόσο καλά και καθώς γύριζε σπίτι από τα γενέθλιά της, η Βασιλική σκεφτόταν πως ίσως έπρεπε να της μιλήσει για το ενδεχόμενο του χωρισμού. Προβληματισμένη, ανέβηκε σπίτι της όπου βρήκε την κοπέλα που είχε δει στην είσοδο πριν μία εβδομάδα να ψάχνει τα κλειδιά για το διαμέρισμά της.
- Έχασες τα κλειδιά σου; Χρειάζεσαι κάποια βοήθεια; ρώτησε ευγενικά η Βασιλική.
- Αχ ναι, δεν, δεν βρίσκω τα κλειδιά μου. Ίσως τα άφησα στο αμάξι. Θα μπορούσες να μου τα φέρεις; Ζαλίζομαι λιγάκι.
Φαίνεται, σκέφτηκε η Βασιλική που παρατήρησε την αστάθειά της. Πήγαινε στοίχημα πως η άγνωστη γειτόνισσα ήταν μεθυσμένη.
- Άσε τώρα, μην ανοίγω το αμάξι σου και ψάχνω. Έλα, κοιμήσου στο δικό μου διαμέρισμα, μόνη μένω.
- Ναι, ναι, ο ιδιοκτήτης είπε ότι είσαι καλή κοπέλα…να κάνουμε παρέα αν είμαι μόνη, είπε νομίζω…Βιολέτα; Βάσια;
- Βασιλική…ναι, έλα, μπες σπίτι γιατί θα πέσεις.
- Χάρηκα, είμαι η Αργυρώ.
- Έλα Αργυρώ, θα σε βοηθήσω.
Η Βασιλική της έδωσε το χέρι και αφού μπήκαν σπίτι την άφησε να κάτσει στον καναπέ. Άφησε τα πράγματά της και πήγε να της φέρει ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι νερό. Ωστόσο, με το που κάθισε δίπλα της, η Αργυρώ ξέσπασε σε κλάματα. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε με τη μεθυσμένη άγνωστη που μόλις είχε βάλει τα κλάματα στο σαλόνι της. Έβαλε το χέρι στην πλάτη της και άρχισε να την χαϊδεύει παρηγορητικά.
- Έλα, μην κλαις, σε παρακαλώ. Έχεις πιει λίγο παραπάνω, είμαι σίγουρη πως οτιδήποτε και αν σε βασανίζει λύνεται.
- Όχι, δεν… – η Αργυρώ συνέχισε να κλαίει χωρίς να σταματήσει για να μιλήσει. Η Βασιλική περίμενε να εκτονωθεί για να της δώσει νερό. Όταν ηρέμησε και ήπιε όλο το ποτήρι νερό, στράφηκε στη διπλανή της.
- Συγγνώμη, δεν συνηθίζω να πίνω τόσο, απλά…
- Δεν πειράζει. Να σου φέρω πιτζάμες να αλλάξεις και να ξαπλώσεις καλύτερα. Πιες λίγο ακόμα νερό μέχρι να έρθω, θα σου κάνει καλό.
- Έχεις ερωτευτεί ποτέ κάποιον που δεν έπρεπε; Γιατί εγώ το έκανα. Τον πιο λάθος άνθρωπο! Ήταν αρραβωνιασμένος και τελικά αυτή περιμένει και το παιδί του! Και εγώ η ηλίθια…
- Έλα, ηρέμησε, μην το σκέφτεσαι άλλο τώρα…
Η Βασιλική είχε σαστίσει. Σίγουρα δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη και δεν είχε κάτι να πει. Ήταν, άλλωστε, και η ίδια κουρασμένη. Η Αργυρώ έγνεψε καταφατικά και σκούπισε τα δάκρυά της. Η Βασιλική πήγε να της φέρει πιτζάμες όταν άκουσε κάτι να πέφτει κάτω. Επέτρεψε γρήγορα στο σαλόνι και είδε το κινητό της κοπέλας – γιατί το δικό της δεν ήταν – πεταμένο στο πάτωμα. Ξαναπήγε στο δωμάτιο να φέρει τις πιτζάμες. Της πήρε μερικά λεπτά να βρει κι ένα δεύτερο ζευγάρι παντόφλες, καθώς δεν θυμόταν καθόλου πού το είχε βάλει. Όταν το βρήκε και επέστρεψε στο σαλόνι, βρήκε την κοπέλα ξαπλωμένη στον καναπέ﮲ την είχε πάρει ο ύπνος. Η Βασιλική αναστέναξε και πήγε να φέρει μια κουβέρτα. Αφού τη σκέπασε, πήγε να σηκώσει το κινητό από το πάτωμα.

17 αναπάντητες κλήσεις: Ερωτόκριτος
1 μη αναγνωσμένο μήνυμα: Ερωτόκριτος: Θα έρθω να σε βρω

Οι δύο ειδοποιήσεις αναγράφονταν στην οθόνη. Η Βασιλική το άφησε δίπλα στην Αργυρώ, απορημένη αν το «Ερωτόκριτος» ήταν το πραγματικό όνομα του άντρα ή ένα – μάλλον κακόγουστο – ψευδώνυμο. Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε και πήγε στο σαλόνι, βρήκε την Αργυρώ στο μπαλκόνι με μία κούπα καφέ στο χέρι. Παραξενεμένη βγήκε έξω.
- Καλημέρα…
- Καλημέρα! Συγγνώμη για χθες και πραγματικά ευχαριστώ. Θα στο ανταποδώσω.
- Μην ανησυχείς, δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο… Εμ, πρέπει να φύγω για ψώνια. Αν νιώθεις καλύτερα, ίσως να βρεις τα κλειδιά σου για να πας σπίτι;
- Ναι, ναι, τα βρήκα ήδη! Δεν ήταν καν στην τσάντα, τα είχα στο παντελόνι μου.
- Δεν πειράζει. Ωραία, πάμε;
Η Βασιλική πραγματικά βιαζόταν. Είχε κανονίσει και για καφέ και είχε ήδη αργήσει. Τώρα το πρωί όμως, πιο νηφάλια, η Αργυρώ της φάνηκε όμορφη και πολύ ζεστή κοπέλα με ευγενική αύρα.
- Να σου πω, έχεις κανονίσει κάτι για το βράδυ; Βασιλική έτσι;
- Ναι, Βασιλική! Όχι, δεν έχω κάτι στο πρόγραμμα.
- Υπέροχα. Θες να έρθεις στο σπίτι μου; Να παραγγείλουμε μεξικάνικο; Τρως μεξικάνικο; Έχει εδώ;
- Ναι, έχει και ναι, τρώω. Εννιά είναι καλά;
- Τα λέμε στις εννιά!
Οι δύο κοπέλες χώρισαν και συνέχισαν τη μέρα τους. Βρέθηκαν ξανά, όπως είχαν κανονίσει, στις εννιά. Η Βασιλική είχε φορέσει ένα τζιν και μια απλή μπορντό μπλούζα και η Αργυρώ ένα φορεματάκι. Και οι δύο άνετες, παρήγγειλαν και έπιασαν την κουβέντα. Πρώτη ξεκίνησε να μιλάει η Βασιλική. Φυσικά, δεν ανέφερε τίποτα για το παρελθόν της – μόνο η Ιφιγένεια γνώριζε – και ξεκίνησε από το ότι ήρθε στη Θεσσαλονίκη όταν ήταν είκοσι για μια νέα αρχή. Πριν ολοκληρώσει, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκαν και οι δύο πιάνοντας τα πορτοφόλια τους. Αφού γέλασαν λίγο, επικράτησε η Αργυρώ αφού η Βασιλική την είχε βοηθήσει το προηγούμενο βράδυ. Μόνο που όταν άνοιξαν την πόρτα, δεν ήταν ο ντελιβεράς απέναντι τους. Ήταν δύο άντρες. Και παρόλο που η Αργυρώ απευθύνθηκε σε αυτόν που στεκόταν μπροστά το βλέμμα της Βασιλικής – και βασικά όλος της ο εαυτός – είχε απορροφηθεί στον απο πίσω. Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άντρας…ήταν εκείνος, ο Μαθιός. Είχε οκτώ ολόκληρα χρόνια να τον δει και, όμως, ήταν λες και δεν πέρασε μια μέρα. Μα κι εκείνος ήταν το ίδιο σοκαρισμένος. Το γαλάζιο, διεισδυτικό του βλέμμα ήταν καρφωμένο πάνω της.
- Βασιλική;

Notes: Ελπίζω να το απολαύσατε! Θα χαρώ να μάθω τις σκέψεις σας, πριν έρθει η συνέχεια, η οποία είναι σε άλλο βιβλίο!!😉

One Shot Collection - Μαθιος/ΒασιλικήWhere stories live. Discover now