Σκοτεινές οι Βουλές Του

21 4 1
                                    

Μέρα ξημέρωσε
νωρίτερα από τις άλλες
Και άνοιξαν οι πύλες του Αλάχ
Δυό Μαλακχ, παιδια του Αζραελ τις διεβηκαν
Βήμα γοργό, φτερά οργισμένα
Να φέρουν τον εσφαλμένο
Μπρος στον δικαστή του

"Είναι καταραμένος, Κυριε" Είπε ο ένας
"Ο φίλος του,
αυτός που τουτος εδώ έσφαξε από τη ζήλεια,
Ζήτησε να έρθει ο φονιάς μπροστά σου
Εσυ να κρίνεις το κακό
Εσυ την τιμωρία"

Και ο Κύριος είδε
μαχαίρι να σάρκα να σκίζει
Να σκίζει τη νυχτα με κραυγές
Και σίρσιμο άκουσε
μες στα στενά σοκάκια
Από σανδάλια που ένοχα φτερουγιζουν

"Κακό μεγάλο έπραξες" Είπε ο Αλάχ
"Και ατιμία μεγάλη.
Κάθε που θα χει ξαστεριά,
Μια μάνα, μια χήρα και μια ορφανή
Κλάμα φαρμάκι ας χυνουν"

"Και συ τώρα, άνθρωπε,
την τυχη σου ας μάθεις"
Μπρος στον φονιά στάθηκε ο φίλος
Μάτια τα μάτια αντίκρισαν,
Δάκρυα τον έναν βρήκαν

Και όπως από αέρα πλαστηκε ο νεκρός
Σε αέρα χάθηκε ξανά
μπρος στον βαρύ του παραδείσου θρόνο

Και τότε ο Κύριος προσταξε:
"Στείλτε τον πίσω, επί της γης,
Και να φροντίσει ο Άγγελός μου
Τα μάτια και τ' αυτιά του να τα χάσει
Τον κόσμο όπως τον ήξερε
ποτέ μην ξανανιώσει
Και τελευταία εικόνα του
να είναι ο σκοτωμένος
Αυτός που έφυγε
Απ'το δικό του χέρι"












Carmen Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα