18.

28 4 0
                                    

Και τότε, ως δια μαγείας , λες και ο Θεός άκουσε τις κουβέντες τους η βαριά πόρτα της εκκλησίας άνοιξε από το χέρι του παπά Γρηγόρη όπου είχε μαζί του τα δυο ερωτευμένα παιδιά.

Οι δυο γονείς έτρεξαν να πάρουν αγκαλιά τα παιδιά τους αυτά τρομοκρατημένα , απογοητευμένα ανταπέδωσαν τις αγκαλιές των γωνιών τους ψυχρά, χωρίς να νιώθουν. Τα συναισθήματα τους ήταν πολλά και μπερδεμένα, η άγνοια και τα λάθη των γονιών τους έκαναν τις καρδιές τους να πονάνε, να σπάνε, να μην μπορούν μετά από αυτό να νιώσουν ξανά όπως πριν.

Όταν κατέβηκαν από το λεωφορείο και μπήκαν στο προαύλιο τις εκκλησίας κοιτάχτηκαν. Μια εξομολόγηση χρειαζόταν αυτή την στιγμή. Και ο παππούς του Παντελή ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να μιλήσει. Παπάς της ενορίας και χρόνια εξομολόγος του κάθε φορά που του έλεγε κάτι αλάφρυνε η ψυχή του.

Έκατσαν στο ιερό της εκκλησίας και μιλούσαν μαζί του. Τους εξομολογήθηκαν τα πάντα όπως και τις τελευταίες εξελίξεις που συνέβησαν. Ο παπά Γρηγόρης ήξερε, ήξερε από την πρώτη στιγμή το μόνο που έκανε ήταν απλά να τους συμπληρώσει με κάποιες ακόμα λεπτομέρειες τα γεγονότα, τα οποία ήταν πολύ ζωντανά ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια.

Τώρα πλέον όμως είναι αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Απέναντι τους έχουν τους γονείς τους να τους κοιτάνε με αγονία να περιμένουν να πουν κάτι. Από την δύσκολη θέση τους έβγαλε η Μαρκέλλα.

«Ήρθε νομίζω η ώρα να μιλήσουμε. Δυστυχώς οι συνθήκες που βιώνουμε αυτή την στιγμή δεν μπορούν πλέον να σταθούν στην σχέση την οποία έχετε εσείς οι δυο. Αυτό που σας ενώνει είναι πλέον ένας αδερφικός δεσμός και όχι ερωτικός. »

« Θα ήταν όμως προτιμότερο να μας πείτε τι σκέφτεστε εσείς.» Συμπλήρωσε ο Έκτορας.

Ένας από τους δύο έπρεπε να μιλήσει και αυτός ήταν ο γιος του

«Πατέρα την Σοφία δεν μπορώ να την δω διαφορετικά. Την αγαπάω όχι σαν αδερφή μου αλλά σαν σύντροφο μου πλέον καθώς χωρίς να ξέρουμε εμείς προχωρήσαμε την σχέση μας σε ένα βήμα παραπάνω και ναι, αν θέλετε να το πω ωμά έχουμε ολοκληρώσει την σχέση μας.»

Σαν ένα δυνατό χαστούκι ήταν τα λόγια του Παντελή στα αφτιά της Μαρκέλλας. Ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να ακούσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα παίρνοντας ξανά τον λόγο

«Κατανοώ το γεγονός ότι μπορεί να μην το ξέρατε τώρα όμως ξέρετε. Και αυτό που υπάρχει αυτή την στιγμή πρέπει να σταματήσει πάση θυσία δεν γίνεται δυο αδέρφια να ερωτεύονται »

« Ας αφήσουμε τα παιδιά να πάρουν τον χρόνο τους Μαρκέλλα. Ξέρουν ότι αυτό είναι λάθος και ότι η ζωή τους δεν σταματάει εκεί. Θα προχωρήσουν την ζωή τους και θα βρουν νέους συντρόφους .»

« Όχι κύριε Έκτορα ο Παντελής είναι το αγόρι που αγαπάω και με αυτόν θα μείνω και δεν με νοιάζει ότι υπάρχει στην μέση αιμομιξία Αγαπιόμαστε και θα μείνουμε μαζί ακόμα και αν χρειαστεί να εξαφανιστούμε από κοντά σας.»

«Κορίτσι μου άκουσε με κάποια πράγματα άπλα δεν είναι δυνατόν να γίνουν είστε νέοι ακόμα έχετε όλη την ζωή μπροστά σας μην κάνετε τα ίδια λάθη που έκανα με την μητέρα σου είσαι παιδί μου και σε πονάω όπως και τον Παντελή, σε σκέφτομαι και σε νοιάζομαι το ίδιο . Άσχετα αν δεν βρήκα ποτέ το κουράγιο να σε αντικρίσω στα μάτια και να σε μεγαλώσω μαζί με την μητέρα σου, δεν θέλω να σας δω δυστυχισμένους»

«Κόρη μου κατάλαβε ότι αυτό που κάνεις δεν μπορεί να γίνει, είστε αδέρφια έχετε το ίδιο DNA αν για κάποιο λόγο κάνετε παιδί θα βγει άρρωστο αυτό είναι που θες;» Συμπλήρωσε η Μαρκέλλα.

Η Σοφία σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα την οποία καθόταν. Τώρα πλέον τα νεύρα της είχαν χτυπήσει κόκκινο όλα αυτά που την έπνιγαν τόσα χρόνια μαζί με αυτά που έμαθε πριν λίγο δεν της άφηναν άλλα περιθώρια να κρατήσει το στόμα της κλειστό.

«Εσύ καλό θα ήταν πλέον να μην μιλάς γιατί για όλα φταις εσύ! Αν δεν είχες ανοίξει τα πόδια σου τότε τίποτα δεν θα είχε συμβεί και ούτε εγώ θα ήμουν σε αυτή την φάση της ζωής μου. Δεν είχα αγόρι το όποιο είναι αδερφός μου και δεν θα ήμουν απομακρυσμένη από το πατέρα μου!»

Το χέρι της Μαρκέλλας προσγειώθηκε στο πρόσωπο της σε ένα δυνατό χαστούκι. Ο Έκτορας προσπάθησε να την συγκρατήσει αλλά ήταν μάταιο.

«Μαρκέλλα! Όχι βία σε παρακαλώ!»

Σαν άγριο θηρίο τον έσπρωξε από πάνω της στρέφοντας την προσοχή της στην κόρη της.

«Όταν άνοιγα τα πόδια μου ήμουν μια αθώα κοπέλα του χωριού που ερωτεύτηκε. Και την πρόδωσαν, και για χάρη σου άφησα τον τόπο μου, έφυγα με το κεφάλι ψηλά ξέροντας τι με περίμενε. Δούλευα σαν το σκυλί στα σκατά για να σε μεγαλώσω και να σε κάνω σωστό άνθρωπο για να μην σου λείψει τίποτα. Δεν είχα τίποτα, όλα μου τα πήρατε. 'Όλα! Και εσύ και ο πατέρας σου! Ξέρεις κάτι Σοφία; Κάνε ότι θέλεις δικιά σου είναι η ζωή δεν με χρειάζεσαι. Αν αυτό είναι το ευχαριστώ σου για όλα όσα σου έχω προσφέρει καλή τύχη. Αφού νομίζεις ότι μπορείς να με κρίνεις, πήγαινε και ζήσε με τον πατέρα σου. Με εμένα δεν έχεις καμιά δουλειά.»

Νευριασμένη άρπαξε τα πράγματα της από την καρέκλα και έτρεξε προς τα έξω. Ο Έκτορας ξοπίσω της να την προλάβει φωνάζοντας το όνομα της αλλά αυτή, είχε ήδη μπει στο αμάξι της και είχε απομακρυνθεί από το προαύλιο της εκκλησίας με ταχύτητα. Τα μάτια της θολωμένα από τα δάκρυα που έτρεχαν σαν ποτάμια αλλά δεν τα άφηνε να βγουν όπως άρμοζε. Έπρεπε να έχει το νου της στο δρόμο. Θα έκανε για αρχή μια στάση στο σπίτι και μετά... απλά θα την οδηγούσε η ψυχή της. 

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα