Ο έρωτας... 25

6.8K 514 9
                                    

       Το ξημέρωμα είχε βρεί το Θάνο ξύπνιο. Κοιμήθηκε πολύ λίγο, είχε άγχος, αλλά δεν ήξερε τον λόγο. Παρατηρούσε την Μυρτώ που κοιμόταν δίπλα του, η ανάσα της ακούγονταν ρυθμική, το χέρι της ακουμπούσε προστατευτικά την κοιλιά της. Η καμπύλη του στήθους της διαγράφονταν μέσα από τα σκεπάσματα, τρυφερό και γεμάτο, έτοιμο να θρέψει το παιδί του όταν έρθει η ώρα. Φούσκωνε απο αγάπη και περηφάνια για την γυναίκα, για το κορίτσι που είχε δίπλα του. Έτσι που την έβλεπε να κοιμάται, με τα μαλλιά της ανακατεμένα στο πρόσωπό της, το άσπρο δέρμα της, έμοιαζε με μαθήτρια σχεδόν. Τόσο νέα, τόσο αθώα, και ο Θάνος ένιωθε σχεδόν γέρος, την περνούσε δέκα χρόνια, αρκετά για να νιώθει τόσο μεγαλύτερός της. Η αγάπη και ο έρωτας όμως δεν μετράνε αριθμούς και ηλικίες. Την αγαπούσε περισσότερο και απο την ζωή του και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει κάτι που αγαπά τόσο πολύ.

        Η Μυρτώ αναδεύτηκε δίπλα του και άνοιξε τα μάτια της. Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν το μπλε το ματιών του να την κοιτάει με ένα αχνό χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό του. “Καλημέρα” της είπε σιγανά μην τυχόν και χαλάσει την μαγία της στιγμής. “Καλημέρα” του είπε και εκείνη χαμογελώντας του πίσω. “Τι ώρα είναι;” ρώτησε η Μυρτώ βγάζοντας τους απο την αμήχανη αυτή στιγμή. “Οτι ώρα και να είναι, δεν θέλω να σηκωθούμε ακόμα, είναι Σάββατο σήμερα” της είπε προσπαθώντας να την κρατήσει δίπλα του λίγο περισσότερο. “Δεν έχεις να πας κάπου, δουλειά;” τον ρώτησε κοιτώντας τον με μάτια θολά ακόμα απο τον ύπνο. “Οχι Μυρτώ, θέλω να μείνω μαζί σου, αρκετά έλειψες απο το πλευρό μου” της είπε βραχνά και πλησίασε τα χείλη του στο μέτωπό της.

Πέρασαν την μέρα τους μαζί, στο σπίτι της, οι δύο τους. Η Ειρήνη είχε σπάσει τα τηλέφωνα θέλοντας να βεβαιωθεί οτι η φίλη της ήταν καλά, και εξεπλάγην μόλις έμαθε οτι Θάνος πέρασε την νύχτα του μαζί της. “Είσαι βέβαιη ρε Μυρτώ;” την ρώτησε και πάλι απο το τηλέφωνο. “Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, τον αγαπώ” της είπε σιγανά για να μην την ακούσει εκείνος απο το άλλο δωμάτιο. “Εσύ μόνο ξέρεις Μυρτώ, πρόσεχε μόνο σε παρακαλώ” την συμβούλεψε διστακτικά και έκλεισαν το τηλέφωνο.

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά που έκλεισε η Ειρήνη το τηλέφωνο και το κουδούνι της χτύπησε επίμονα. Έτρεξε στην είσοδο και άνοιξε την βαριά σιδερένια πόρτα. Αντίκρυσε τον Νώντα αξύριστο και ταλαιπωρημένονα στέκεται μπροστά στο κατώφλι της. “Νώντα!” είπε έκπληκτη. “Δεν με περίμενες; Σου είπα οτι θα τα ξαναπούμε” της είπε ειρωνικά. “Και γω σου είπα ότι είχα να σου πω” του απάντησε έντονα και έσπρωξε την πόρτα για να κλείσει. Ο Νώντας έβαλε το πόδι του και την κράτησε ανοιχτή. “Αν δεν φύγεις αμέσως θα βάλω τις φωνές!” του κάνει τώρα έξαλλη. “Βάλε όσες φωνές θέλεις Ειρήνη, ήρθα για να μιλήσουμε και θα μείνω” της λέει και μπαίνει απρόσκλητος μέσα.

Η φωτιά {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα