Αθήνα- 4

8.4K 642 9
                                    

        Το τηλέφωνο χτύπησε και ο μεγαλόσωμος άνδρας το απάντησε στο πρωτο χτύπημα "Ακούω" ειπε στον συνομιλητή του. "Έφτασε κ Αλεξίου. Ανέβηκε σπίτι της και δεν εχει κατεβει καθόλου" Το πρόσωπο του Θάνου συνοφρυώθηκε, πόσο θαθελε να πήγαινε στο σπίτι της να την πάρει αγκαλιά. Το κοριτσάκι του, αυτό ήταν, μια ζωή αυτή είχε στο μυαλό του όσο κι αν προσπάθησε να την ξεχάσει. "Κ. Αλεξίου μ'ακούτε" η φωνή του συνομιλητή του τον επανέφερε στην πραγματικότητα, "Ναι Γιώργο σ' ακούω, πήγαινε σπίτι σου τώρα, σ' ευχαριστω". Ο Θάνος έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινε να κοιτάει για λίγα λεπτά το κενό. Η Μυρτώ, το μικρό κοριτσάκι, που τον κοιτούσα πάντα με αυτά τα πελώρια μάτια, και εκείνος χανόταν μέσα τους. Πάντα την προστάτευε, πάντα! Μέχρι που αναγκάστηκε να φύγει. Έπρεπε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να της εξηγήσει τιποτα, ήταν πολύ μικρή τοτε, δεν θα καταλάβαινε. Όσο κι αν προσπάθησε να την βγάλει από το μυαλό του, δεν μπόρεσε, κι ας έκανε σχέσεις, και ας έιχε τόσες ευκαιρίες με άλλες γυναίκες. Μόνο αυτη ερχοταν στα μάτια του, είχε κατακλυσει το μυαλό του. Είχε τις φωτογραφίες της, πόσο ομορφη γινόταν κάθε φορα που την έβλεπε! Όταν γυρισε Αθήνα πήγε να την βρει, το πρωτο πραγμα που έκανε ήταν, την εβλεπε απο μακρια, να πηγαίνει στη σχολή, να γυρίζει σπίτι της, να βγαίνει με την παρέα της. Πόσο θύμωνε όταν έβλεπε κάποιον να την φλερτάρει, να προσπαθεί να την αγγίξει, να την φιλήσει, "κάτω τα χερια μαλάκα" έλεγε γρυλίζοντας από μακρια. Και εκείνη σαν να τον άκουγε, κανέναν δεν άφηνε δίπλα της, και είχε πάντα αυτην την μόνιμη θλίψη στα όμορφα μάτια της.

        Οι μέρες και οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς νόημα για την Μυρτώ. Το σχολείο και η δουλειά της εκεί την γέμιζαν και απολάμβανε κάθε στιγμή που περνούσε με τα παιδιά. Τα βράδια όμως στο μικρό της διαμέρισμα ήταν αβάσταχτα. Οι ώρες δεν περνούσαν και η μοναξιά την έπνιγε. Της έλειπε το σπίτι στο χωριό, της έλειπε η θέα της θάλασσας, της έλειπε ο κήπος και οι ζεστοί άνθρωποι του χωριού. Ανυπομονούσε να περάσει ο καιρός, να έρθουν οι διακοπές για το καλοκαίρι και να φύγει.. Παρόλο που έμεινε ενα μικρό διάστημα εκεί, το νησί φώλιασε και πάλι στην καρδιά της. Δεν το άκουσε αμέσως το κουδούνι έτσι που ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Έτρεξε στην πόρτα και κοίταξε καταρχήν απο το μικρό ματάκι. Η Ειρήνη περίμενε απέξω χτυπώντας ανυπόμονα το κουδούνι "ήρθα, 'ηρθα" της φωναξε η Μυρτω!"θα ξυπνήσεις ολόκληρη την πολυκατοικία". Η Ειρήνη παραμέρισε την Μυρτώ και μπήκε με φούρια στο καθιστικό, "λοιπόν, εγω θα λέω και εσύ θα κάνεις" της λεει με υφος που δεν σηκώνει πολλά. ¨"Ετοιμάσου, σήμερα θα βγούμε με μεγάλη παρέα, και δεν δέχομαι οχι" συμπληρώνει μόλις την είδε να δυσανασχετεί. "Βαριέμαι ρε Ειρήνη, αστο για αυριο καλύτερα". "Δεν υπάρχει καμία περίπτωση γι' αυτο τελείωνε, αντε σε περιμένω". Η Μυρτώ σήκωσε τα μάτια στον ουρανο και με μια ενδειξη παραδίνομαι πήγε στο μπανιο.

Η φωτιά {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα